2 Ιουλίου 2011
«Πόθω προσέλθωμεν…»
Στην ορθόδοξη πνευματική ζωή ο πόθος παίζει βασικό ρόλο. Χωρίς αυτόν τον άγιο πόθο δεν προσεγγίζεται ορθόδοξα ο Θεός. Στην Ορθοδοξία η σχέση του ανθρώπου με το Θεό δεν είναι συναισθηματική, όπως στις άλλες θρησκείες και τα δόγματα. Είναι υπαρξιακή. Όπως υπαρξιακή και οντολογική είναι η σχέση του βρέφους προς την μητέρα του. Το βρέφος αναζητεί με όλο το είναι του τον μαστό της μητέρας, από τον οποίον αντλεί την ζωή. Έτσι και ο άνθρωπος, ωθούμενος από τον υπαρξιακό πόθο για αιώνια ζωή, σπεύδει προς την Πηγή της, το Θεό. Είναι λοιπόν ο πόθος του ανθρώπου για το Θεό, βασική λειτουργία της υπάρξεως. Αυτό εννοεί ο Κύριος όταν εντέλλεται: «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της διανοίας σου και εξ όλης της ισχύος σου» (Μάρκ. 12, 30). Όπως βλέπουμε, δεν μένει τίποτε από την φύση του ανθρώπου, που να μη μετέχει στην αγαπητική σχέση ανθρώπου και Θεού. «Ποθήσωμεν ουν τον Θεόν -θα μας πει και ο Αγ. Μάξιμος ο ομολογητής- καθ’ όλην ημών την της φύσεως δύναμιν».
Πόθος, στην γλώσσα της ψυχολογίας, στο επίπεδο δηλ. του φυσικού άνθρωπου, είναι επιθυμία σφοδρή και διακαής προς κατάκτηση και απόλαυση κάποιου αγαθού.
Πόθος, στην γλώσσα της Γραφής και των Πατέρων είναι η ακατανίκητη και φλογερή μεταφυσική δίψα της ψυχής για συνάντηση και ένωση με τον ζώντα Θεό.
Τα λόγια του Δαβίδ στον 41ο ψαλμ. στιχ. 2-3 είναι πολύ χαρακτηριστικά: «Ον τρόπον επιποθεί η έλαφος επί τας πηγάς των υδάτων ούτως επιποθεί η ψυχή μου προς Σε ο Θεός· εδίψησεν η ψυχή μου προς τον Θεόν τον ζώντα· πότε ήξω και οφθήσομαι τω προσώπω του Θεού;»
Τον πόθο οι άγιοι Πατέρες τον αποκαλούν «θείον έρωτα» που σαν άλλο βέλος «τιτρώσκει» (πληγώνει) τη ψυχή του πιστού («ότι τέτρωμαι της σης αγάπης εγώ») και τον παραβάλουν με την σχέση, της νύμφης προς τον νυμφίο. Στο Άσμα Ασμάτων, πολύ παραστατικά παρουσιάζεται αυτή η ερωτική αναζήτηση της νύμφης ψυχής: «αναστήσομαι δη και κυκλώσω εν τη πόλει, εν ταις αγοραίς και εν ταις πλατείαις και ζητήσω ον ηγάπησεν η ψυχή μου…».
Ο ασίγαστος αυτός θείος έρως, ως άλλος «γλυκύς τύραννος» -κατά την πατερική έκφραση- ξεσηκώνει την ψυχή σε συνεχή αναζήτηση του Θεού, ώστε να μη την αφήνει ήσυχη ημέρα και νύκτα, κατά το: «εγώ καθεύδω και η καρδία μου αγρυπνεί»! (Άσμα Ασμάτων 5, 2). «Ποίος γαρ πόθος -διερωτάται και ο αββάς Φιλήμων- ούτω δριμύς και αφόρητος, ως ο από Θεού εγγινόμενος τη ψυχή, τη από πάσης κακίας κεκαθαρμένη;».
Οι έχοντες εμπειρία του ένθεου αυτού πόθου, τον παρουσιάζουν και ως πυρ, που καταφλέγει τον άνθρωπο και τον μεταβάλλει σε «φλεγόμενη και μη κατακαιομένη βάτο». Γι’ αυτό το πυρ ομιλεί πάλι ο Δαβίδ και λέει: «εθερμάνθη η καρδία μου εντός μου και εν τη μελέτη μου εκκαυθήσεται πυρ» (Ψαλμ. 38 4). Αυτή ήταν και η μυστική εμπειρία των δύο προς Εμμαούς μαθητών, που διερωτώντο απορημένοι: «ουχί η καρδία ημών καιομένη ην εν ημίν, ως ελάλει ημίν εν τη οδώ και ως διήνοιγεν ημίν τας Γραφάς;». Το πυρ αυτό είναι «εγκάρδιον πυρ», άθλο και φιλόθεο, καθόλου δε «φιλόυλον», κατά τον Αγ. Ιγνάτιο τον Θεοφόρο. Γι’ αυτό και η «επαφή του πυρός αυτού με την καρδιά του ανθρώπου προκαλεί θαυμαστή αλλοίωση όλου του είναι του και χαρίζει σ’ αυτόν καινούργια θεωρία ζωής» (π. Σωφρόνιος του Έσσεξ). Έτσι, γίνεται πλέον κατανοητό ότι ο πόθος για τον οποίον μιλούμε, δεν είναι ένα συναίσθημα από αυτά που γεννά η ανθρώπινη ακάθαρτη καρδιά, αλλά δωρεά άνωθεν κατερχόμενη, ενέργεια του Αγίου Πνεύματος στην ανθρώπινη ύπαρξη, όταν συντρέξουν οι προς τούτο προϋποθέσεις. Αυτό το νόημα άλλωστε έχουν τα λόγια του Κυρίου μας: «πυρ ήλθον βαλείν επί την γην και τί θέλω ει ήδη ανήφθη;» (Λουκ. 12, 49), σύμφωνα και με τον σχολιασμό του Μ. Αθανασίου: «…πυρ ώσπερ νοητόν την του Αγίου Πνεύματος μέθεξιν εμβαλών…».
Το πυρ του θείου πόθου, κατά θεία τακτική, δεν «βάλλεται» στην «γη» της καρδιάς του ανθρώπου, με την ίδια πάντοτε ένταση. Αρχίζει σαν μια μικρή σπίθα και καθώς η ψυχή ολοένα και περισσότερο, καθαιρούμενη, ανοίγεται στην αγάπη του Θεού, αυξάνει σταδιακά, έως ότου ο άνθρωπος γίνει όλος πυρ. «Ει θέλεις γενού όλος πυρ» ήταν η απάντηση του αββά Ιωσήφ, όταν ρωτήθηκε από τον αββά Λωτ: «τί άλλο μπορούσα να κάνω από αυτό που κάνω;» (Γεροντικόν). Υπήρχε ακόμη κάτι καλύτερο και ανώτερο.
Πρέπει επομένως να προηγηθεί προετοιμασία του ανθρώπου. Κατά τους Άγιους Πατέρες χρειάζεται να εμπεδωθεί στην καρδιά ο φόβος του Θεού, μαζί με την τήρηση των αγίων εντολών Του και τον συνεχή αγώνα κατά των «ψεκτών» παθών της ψυχής. Κυρίως απαιτείται έμπονη προσπάθεια ώστε μέσα μας να νεκρωθεί «των ρεόντων ο πόθος» και «των γήινων η προσπάθεια» και προσκόλληση, «ίνα εκ του πολλού χρόνου εντυπωθεί ο πόθος του Θεού εν τη καρδία ημών» (Αγ. Μάξιμος). Εάν δε και σε ένα ακόμη από τα πάθη η ψυχή είναι υποδουλωμένη, δεν είναι δυνατόν, κατά την πατερική εκτίμηση, η φλόγα του θείου πόθου να την πυρπολήσει. Επειδή τότε η ψυχή «έοικε (μοιάζει) αετώ κατεχομένω εν παγίδι υπό του όνυχος και κωλυωμένω την υψιπέτησιν» (Οσ. Θεόγνωστος).
Στον αγώνα, που κάνει κανείς για να απελευθερωθεί από τα σαρκικά και κοσμικά του φρονήματα, μοιάζει με τον άνθρωπο, ο οποίος, θέλοντας να ανάψει μια μεγάλη φωτιά μαζεύει όσο μπορεί περισσότερα ξύλα, διότι: «εν πολλοίς ξύλοις θάλλει πυρ» (Παροιμ. 26, 20). Μάλιστα η μεγάλη Οσία Μητέρα Συγκλητική προσθέτει ότι: «όπως ακριβώς αυτοί που θέλουν να ανάψουν φωτιά, στην αρχή καπνίζονται και δακρύζουν, αλλά μόνον τότε κατορθώνουν αυτό που γυρεύουν να κάνουν, έτσι κι’ εμείς πρέπει να ανάψουμε μέσα μας την θεία φωτιά με δάκρυα και πόνους». Χρειάζεται όμως προσοχή ώστε τα καυσόξυλά μας να μη είναι υγρά -μας συμβουλεύει άλλος άγιος- γιατί δεν καίγονται. Χρειάζεται να παραθέσουμε ξηρά προσανάμματα (Αγ. Θεοφάνης ο Έγκλειστος). Αυτό σημαίνει ότι η αγωνιστική μας προσπάθεια πρέπει να είναι όσο γίνεται πιο γνήσια και πιο συνεπής.
Κατά την διδασκαλία των νηπτικών Πατέρων, την θεία Χάρη ο άνθρωπος την βιώνει πρώτα ως φωτιά που κατακαίει τα αγκάθια των παθών και έπειτα, όταν καούν τα πάθη, την απολαμβάνει ως φως, που φωτίζει τον όλο άνθρωπο, νουν, ψυχή και σώμα. «Παραβίασαι ουν σεαυτόν -συμβουλεύει ο Όσιος Ισαάκ ο Σύρος- μιμήσασθαι την ταπείνωσιν του Χριστού, ίνα μάλλον εξαφθή το πυρ, το εν σοι παρ’ αυτού καταβληθέν, εν ω εκριζούνται πάσαι αι κινήσεις του κόσμου, αι αποκτείνουσαι τον καινόν άνθρωπον». Βλέπουμε ότι το εγκάρδιον πυρ του θείου πόθου, αφού κατακαύσει και εξαφανίσει από την καρδιά κάθε τί το αλλότριο, χαρίζει στον άνθρωπο την εσωτερική λαμπηδόνα. Ο άνθρωπος τότε μοιάζει με το κάτοπτρο, εικόνα, που πολύ συχνά απαντάται στην αγιοπατερική διδασκαλία. Ο λαμπρός εκκλησιαστικός ρήτορας Ηλίας Μηνιάτης λέει ότι ο ήλιος, πέφτοντας παντού, φωτίζει τα διάφορα αντικείμενα και με το φως του τα κάνει απλώς να γίνονται ορατά. Τον καθρέπτη όμως όχι μόνο τον φωτίζει, αλλά φαίνεται σαν να μπαίνει όλος μέσα του και τότε ο καθρέπτης γίνεται σαν να είναι ο ίδιος ο ήλιος, μια άλλη εστία πυρός! Αυτό συνέβη με τους Αγίους μας, που είχαν τον πόθο της ψυχής τους «ολικώς τεταμένον Θεώ». Ο ένθεος πόθος έλιωνε σαν κερί την καρδιά τους και γι’ αυτό έσπευδαν στην νηστεία, την αγρυπνία και την προσευχή «μετά χαράς μεγάλης». Το Ποτήριον του Κυρίου τους μεθούσε «ωσεί κράτιστον» (Ψαλμ. 22, 7). Ο πόθος της αγάπης προς τον πλησίον, τους εξομοίωνε με τον Χριστό. Σήκωναν με πόθο το σταυρό τους και Τον ακολουθούσαν στο ματωμένο μονοπάτι του Γολγοθά, «καθ’ ημέραν αποθνήσκοντες» (Α’ Κορ. 15, 31). Ο πόθος της ζωής με τον Εράσμιο Νυμφίο, τους οδηγούσε στον πόθο του θανάτου υπέρ Αυτού, επειδή «την επιθυμίαν είχον αναλύσαι και συν Χριστώ είναι, πολλώ γαρ μάλλον τούτο κρείσσον» (Φιλιπ. 1, 23). Γι’ αυτό και ορμούσαν στα μαρτύρια «ως λέοντες πυρ πνέοντες», πυρπολούμενοι από τον πόθο του Χριστού. Πόσον ωραία το αποδίδει αυτό ο ύμνος της Εκκλησίας μας: «Οι άγιοι μάρτυρες πυρί εκκαιόμενοι της του Κυρίου αγάπης, πυρός κατεφρόνησαν και ως θείοι άνθρακες αναπτόμενοι εν Χριστώ έφλεξαν φρυγανώδες πλάνης φρύαγμα»!
«Πόθω προσέλθωμεν…»
Ζώντας κι’ εμείς οι σημερινοί πιστοί σ’ ένα κόσμο, που με την παγερότητα του πνευματικού θανάτου προσπαθεί να σβήσει κάθε ίχνος θείου πυρός εντός των καρδιών μας, ας ακούμε, με την εσωτερική ακοή μας, τη φωνή της Εκκλησίας που μας καλεί συνεχώς να «προσέλθωμεν πόθω, ίνα μέτοχοι ζωής αιωνίου γενώμεθα». Ας ενισχύουμε συνεχώς με κάθε τρόπο την φωτά του θείου πόθου μέσα μας, του οποίου «κόρος ουκ έστι» για τους πιστούς. Μαζί με τον Αγ. Αυγουστίνο ας ζητούμε: «Χριστέ πύρωσόν με όλον τη φλογί Σου, τη γλυκύτητί Σου και τω πόθω Σου». Αμήν.
(Αρχιμ. Αθηναγόρα Καραμαντζάνη, «Ο χριστιανός στον 21ο αιώνα»)
ΠΗΓΗ: ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΓΝΩΣΕΩΝ ΚΑΙ ΕΥΣΕΒΕΙΑΣ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου