Ἡ Ἀθήνα τοῦ φιλοσοφικοῦ στοχασμοῦ, τῆς παιδείας καὶ τῶν γραμμάτων, τὸ “κλεινὸν ἄστυ”, ὅπως τὴν ἐπονόμαζαν, ἦλθε ἐποχὴ ποὺ πέρασε σὲ πνευματικὸ μαρασμό, σὲ κοινωνικὴ ἐξαθλίωση. Κάθε ἀρχὴ ἔχει καὶ τὸ τέλος της, κάθε ἄνοιξη ἀκολουθεῖται ἀπὸ τὸ φθινόπωρο, κάθε ἄνοδος συνοδεύεται ἀπὸ πτώση, τὴν περίοδο τῶν παχειῶν ἀγελάδων ἀκολουθεῖ ἡ περίοδος τῶν ἰσχνῶν.
Ἔτσι καὶ στὴν Ἀθήνα ἦλθε ἐποχὴ ποὺ τὸ φῶς τοῦ Περικλέους, τοῦ Σωκράτους, τοῦ Πλάτωνος, τῶν Στωϊκῶν καὶ Ἐπικουρείων φιλοσόφων, τοῦ Ἀρείου Πάγου, τοῦ χριστιανοῦ φιλοσόφου Ἀριστείδου, τοῦ ἀπολογητοῦ Ἀθηναγόρου, τῆς πανεπιστημιακῆς μορφώσεως τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καὶ τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ἔσβησε γιὰ νὰ ἀκολουθήσει ἡ ἀσέληνη νύκτα τοῦ πνευματικοῦ σκότους.
Σ’ αὐτὴ τὴν ἐποχὴ ποὺ ἡ εὔσημη πρωτεύουσα τῶν γραμμάτων κατήντησε ἄσημη ἐπέλεξε ὁ Θεὸς νὰ ἀνατείλει στὴν Ἀθήνα τὸ φωτεινὸ ἄστρο τοῦ Ἐπισκόπου Μιχαὴλ τοῦ Χωνιάτου. Τοῦ ἱεράρχη, ποὺ ἔχοντας πρότυπο τὸν μεγάλο ἀρχιερέα, Χριστό, ἔγινε ὁ Ποιμὴν ὁ Καλὸς τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ γνωρίζει τὰ πρόβατα τῆς ποίμνης Του μὲ τὸ ὄνομά τους καὶ γνωρίζεται ἀπὸ αὐτὰ (Ἰω. ι΄ 14). Τοῦ ποιμένος ποὺ διακινδυνεύει καὶ τὴ ζωή του ἀκόμη, τὴν προσφέρει, τὴ θυσιάζει, γιὰ νὰ σώσει ἀπὸ κινδύνους καὶ σφαγὴ καὶ θάνατο τὰ πρόβατά του, ἀφοῦ “ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων” (Ἰω. ι΄ 11).
Σεμνύνονται οἱ Χῶνες τῆς Φρυγίας γιὰ τὴ γέννηση τοῦ Μιχαὴλ στὰ 1138 μ. Χ. Οἱ Χῶνες, ποὺ ἔχουν συνδέσει τὴν ἱστορία τους καὶ τὴν ὀνομασία τους μὲ τὸ μεγάλο θαῦμα ποὺ ἐπιτέλεσε σ’ αὐτὲς ὁ ἀρχιστράτηγος Μιχαήλ, ἀλλάζοντας τὸ ρεῦμα τοῦ ποταμοῦ, γιὰ νὰ σώσει τὸν ναό του. Σ’ αὐτὴ τὴν πόλη τοῦ Ταξιάρχη ὁ φερώνυμος τοῦ Μιχαὴλ εἶδε τὸ φῶς τοῦ ἥλιου καὶ μαθήτευσε κοντὰ στὸ Μητροπολίτη της Νικήτα, ὁ ὁποῖος γιὰ τὴν πίστη καὶ τὴν καθαρὴ βιοτή του ἀξιώθηκε καὶ προφητικοῦ χαρίσματος. Στὴ συνέχεια ὁλοκλήρωσε τὶς σπουδές του στὴν Κωνσταντινούπολη πλησίον τοῦ μετέπειτα Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης Εὐσταθίου. Ἔτσι ὁ Μιχαὴλ ἔγινε κάτοχος τῆς παιδείας τῆς ἐποχῆς του καὶ τὸν διέκρινε ἡ εὐρυμάθεια καὶ ἡ σοφία.
Σὲ νεαρὴ ἡλικία ἡ θεία χάρις ἔφερε τὰ βήματά του στὸ Πατριαρχεῖο, στὸ ὁποῖο διακόνησε μὲ περισσὴ εὐλάβεια καὶ ταπείνωση. Αὐτό, γιὰ νὰ ἐπιβραβεύσει τοὺς κόπους του, τοῦ ἔκανε πρόταση νὰ ἀναλάβει τὴ Μητρόπολη τῶν Ἀθηνῶν, ὅταν αὐτὴ χήρεψε, γεγονὸς ποὺ συγκλόνισε τὸν ἄνθρωπο τῶν γραμμάτων Μιχαήλ, αὐτὸν ποὺ ὁραματιζόταν μιὰν Ἀθήνα ἔνδοξη στὸ διηνεκὲς, ἀνεξάντλητη πηγὴ γραμμάτων καὶ παιδείας.
Ὅταν ἔφθασε στὴν Ἀθήνα, ὁ Μιχαὴλ βρῆκε τὴν “κατείδωλον πόλιν” (Πράξ. ιζ΄ 16) τῶν δεισιδαιμόνων Ἀθηναίων, ὅπως τὴν χαρακτήρισε ἄλλοτε ὁ ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν Παῦλος, μιὰ πόλη ἄσημη, γηρασμένη, μὲ ἀνθρώπους πτωχούς, κατατρεγμένους, ἐμπεριστάτους, ποὺ μὲ δυσκολία ἀντιμετώπιζαν τὶς βιοτικὲς μέριμνες καὶ ζοῦσαν μὲ ἔντονο τὸ φόβο τῶν πειρατικῶν ἐπιδρομῶν.
Ἡ Ἀθήνα ποὺ ὀνειρευόταν παρέμενε μόνο στὴ φαντασία του. Δὲν πτοήθηκε, ὅμως, οὔτε ἀπογοητεύτηκε. Ἀνασκουμπώθηκε καὶ “περιζωσάμενος τὴν ὀσφὺν” (Ἐφεσ. στ΄ 14) ἄρχισε νὰ ἐργάζεται γιὰ τὴν ἀνακούφιση τῆς λογικῆς του ἀγέλης. Δὲν ἔδωσε ὕπνο στοὺς ὀφθαλμούς του, ἀνάπαυση στοὺς κροτάφους του καὶ νυσταγμὸ στὰ βλέφαρά του μιμούμενος τὸν ἱερὸ ψαλμωδό (Ψαλμ. 131, 4). Ἀγάπησε τὴν Ἀθήνα καὶ ἀγαπήθηκε ἀπὸ αὐτήν. Ὁ ἄλλοτε πάγκαλος Παρθενώνας ποὺ στέγαζε τὴν ἐκκλησιὰ τῆς Παναγίας τῆς Ἀθηνιώτισσας τράβηξε τὴν προσοχή του. Μὲ τὰ φτωχικὰ μέσα ποὺ διέθετε τὴν ἀνακαίνισε καὶ τὴν ἐξωράϊσε. Ὁ λόγος του πάντοτε μὲ χάρη “ἅλατι ἠρτυμένος” (Κολασ. δ΄ 6) νοστίμευε τὴ ζωὴ τῶν πολιτῶν τοῦ ἄστεως καὶ τῶν χωρικῶν τῆς Ἀττικῆς, τοὺς ὁποίους τακτικὰ ἐπισκεπτόταν, γιὰ νὰ τοὺς τονώσει τὴν πίστη καὶ τὸ ὀρθόδοξο φρόνημα.
Στενὸ σύνδεσμο δὲν εἶχε μόνο μὲ αὐτοὺς ἀλλά, ὡς ἐραστὴς τῆς ἡσυχίας καὶ τῆς νήψεως, καὶ μὲ τοὺς ἀσκητὲς τῆς ἐπαρχίας του, ὅπως αὐτοὺς τοῦ σπηλαίου καὶ ὅλου τοῦ Πανείου ὄρους, ποὺ βρίσκεται πάνω ἀπὸ τὴν Κερατέα, καὶ τὸ ὁποῖο ἀποκαλοῦσε Χωρήβ, δηλαδὴ θεοβάδιστο ὡς τὸ Σιναῖο, γιὰ τὸ πλῆθος τῶν ἀσκουμένων σ’ αὐτό. Ἡ κατάληψη ὅμως τῶν Ἀθηνῶν ἀπὸ τοὺς Βουργουνδίους εἰσβολεῖς στὰ 1204 μ. Χ. καὶ ἡ ἀπαγόρευση ἀπ’ αὐτοὺς ἐξασκήσεως τῶν πνευματικῶν καὶ ποιμαντικῶν του καθηκόντων ἀνάγκασε τὸν Μιχαὴλ σὲ ἑκουσία ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸ θρόνο του καὶ τὸ ποίμνιό του καὶ ἐξορία του στὴ Θεσσαλονίκη, στὴν Εὔβοια καὶ στὴν Κέα, ὅπου παρέμεινε γιὰ δέκα χρόνια ἐργαζόμενος, ἰδίως μὲ τὴν ἀλληλογραφία του, γιὰ τὴ χειμαζόμενη ἀγέλη του.
Σπάνια βρίσκει κανεὶς τέτοιους ποιμένες, ἀφοῦ ἔστω καὶ ἀπὸ μακριὰ πότιζε τὸ ποίμνιό του μὲ τὸ σωτήριο “ὕδωρ τὸ ἐκ πέτρας” (Ἠσ. μη΄ 21), μιᾶς καὶ ἔφυγε ἀπὸ κοντά του ὄχι ὅπως ὁ μισθωτὸς ποιμένας, ὁ ὁποῖος στοὺς κινδύνους ἐγκαταλείπει τὰ πρόβατα, γιατὶ “οὐ μέλλει αὐτῷ περὶ τῶν προβάτων” (Ἰω. ι΄ 13), ἀλλὰ γιὰ νὰ μπορεῖ ἀπὸ μακριὰ ἐλεύθερος καὶ ἀνενόχλητος νὰ τὸ νουθετεῖ καὶ νὰ τὸ κατευθύνει πρὸς τοὺς λειμῶνες τῆς σωτηρίας.
Πρὸς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του ὁ πολὺς Μιχαήλ, ὁ ἱεράρχης τῆς προσευχῆς καὶ τῆς ἔμπρακτης ἀγάπης, ὁ ὁποῖος εἶχε τὴν πράξη “εἰς θεωρίας ἐπίβασιν”, ἀπεσύρθη στὴ μονὴ τοῦ Τιμίου Προδρόμου Μουντινίτζης παρὰ τὶς Θερμοπύλες, ὅπου καὶ εἰρηνικὰ παρέδωσε τὸ πνεῦμά του στὰ χέρια τοῦ “Θεοῦ τοῦ ζῶντος” (Ἑβρ. ι΄ 31) τὸ 1222 μ. Χ., ἀφήνοντας πίσω του πλούσιο συγγραφικὸ ἔργο καὶ φήμη ὁσίου, λογίου, πράου καὶ ταπεινοῦ ἱεράρχου.
Ἀπολυτίκιον.Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀρετῇ διαπρέψας καὶ ἁγιότητι, ποιμαντικῇ ἐπιστήμῃ καὶ
ἀκραιφνεῖ βιοτῇ Ἀθηναίων στυλοβάτης ἐχρημάτισας,
ὦ Χωνιᾶτα Μιχαήλ, ἱεράρχα κραταιὲ καὶ ἄριστε ποιμενάρχα·
διὸ καὶ εἴληφας χάριν ὑπὲρ ἡμῶν πρεσβεύειν πάντοτε.
Ἕτερον ὅμοιον.
Ἀθηνῶν ἱεράρχην τὸν λογιώτατον καὶ συμπαθῆ
ὡς ἀγώνων συμμεριστὴν τοῦ λαοῦ καὶ αὐτοῦ τῆς ἀγωνίας
ὕμνοις μέλψωμεν νῦν, Χωνιάτην Μιχαήλ, τῆς σοφίας ποταμὸν
καὶ κρήνην εὐρυμαθείας, αὐτοῦ λιτὰς τὰς ἀόκνους πρὸς τὸν
Σωτῆρα ἐκδεχόμενοι.
ὡς ἀγώνων συμμεριστὴν τοῦ λαοῦ καὶ αὐτοῦ τῆς ἀγωνίας
ὕμνοις μέλψωμεν νῦν, Χωνιάτην Μιχαήλ, τῆς σοφίας ποταμὸν
καὶ κρήνην εὐρυμαθείας, αὐτοῦ λιτὰς τὰς ἀόκνους πρὸς τὸν
Σωτῆρα ἐκδεχόμενοι.
Κοντάκιον.
Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
Τὸν ἱεράρχην Ἀθηνῶν λαμπρῶς ὑμνήσωμεν τὸν λογιώ-
τατον, φιλάνθρωπον, διδάσκαλον, κουφιστὴν τῶν ἐν
ἀνάγκαις καὶ ἀσκουμένων ἐν σπηλαίοις ζηλωτήν, ὡς βά-
θρον πίστεως, Μιχαὴλ τὸν Χωνιάτην, ὕμνοις πρέπουσι πί-
στει ψάλλοντες· Χαίροις, πάτερ θειότατε.
τατον, φιλάνθρωπον, διδάσκαλον, κουφιστὴν τῶν ἐν
ἀνάγκαις καὶ ἀσκουμένων ἐν σπηλαίοις ζηλωτήν, ὡς βά-
θρον πίστεως, Μιχαὴλ τὸν Χωνιάτην, ὕμνοις πρέπουσι πί-
στει ψάλλοντες· Χαίροις, πάτερ θειότατε.
Μεγαλυνάριον.
Τῆς θεοσοφίας καθηγητὴν,
Χωνιάτην θεῖον, ὑπερένδοξον Μιχαήλ,
τὸν τῆς Μεσογαίας φρουρόν καὶ πολιοῦχον
ὡς σύναυλον ἀγγέλων ἐγκωμιάσωμεν.
Χωνιάτην θεῖον, ὑπερένδοξον Μιχαήλ,
τὸν τῆς Μεσογαίας φρουρόν καὶ πολιοῦχον
ὡς σύναυλον ἀγγέλων ἐγκωμιάσωμεν.
Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου