20 Νοεμβρίου 2010

AΡΧΕΣ ΜΟΝΑΣΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ (3) - ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΣ ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΗΣ




Το τρίτο λοιπόν θεμέλιο της ζωής μας, η τελεία ελευθερία, είναι το χύσιμο του αίματος, ο θάνατός μας χάριν του Χρίστου. Η ελευθερία επομένως αποκτά την τελειότητά της με την έκχυσι του αίματός μας, με την τέλεια εγκατάλειψί μας στον κόλπο του Θεού, όπως έκανε ο παπά-Τύχων. Άφηνε να γεμίζουν οι χούφτες των χεριών του με τα δάκρυά του, και τα πετούσε επάνω στον σταυρό που είχε στο κελλί του, εκφράζοντας έτσι τον πόνο και τον πόθο του για την τελική του ανάστασι και απελευθέρωσι από την σάρκα. Πονούσε δηλαδή επειδή ζούσε• ήθελε την ελευθερία και από αυτήν ακόμη την ζωή (41).

Όπως οι μάρτυρες έπαιρναν στα χέρια τους το κεφάλι τους και το πήγαιναν στον Χριστόν, ή γέμιζαν τις χούφτες με το αίμα τους και το χάριζαν στον Θεόν, αυτό μόνον μπορώ να κάνω και εγώ, αν θέλω πραγματικά να γίνω ο αληθινά ελεύθερος. Ελεύθερος δεν είναι αυτός που κάνει ό,τι θέλει, αλλά αυτός που, ενώ μπορεί νά κάνη ό,τι θέλει, χύνει ελεύθερα το αίμα του και τον ιδρώτα του ενώπιον του Εσταυρωμένου Χριστού, για να οδηγηθή στην Ανάστασι.

Για να είμαστε όμως πραγματικοί μοναχοί και να έχωμε το δικαίωμα να κατοικούμε επάνω σε μία πέτρα ή σε έναν στύλο μεταξύ ουρανού και γης, ή να είμαστε εγκλωβισμένοι, φυλακισμένοι μέσα σε αυτά τα κελλιά, χρειαζόμαστε και κάτι άλλο, την υπερβατικότητα, την οποία συναντάμε στον Όσιο Νείλο από την αρχή της αποφάσεως του να γίνη μοναχός μέχρι την τελευταία στιγμή. Δηλαδή, είτε ο όσιος ήταν ξύπνιος, είτε μισοκοιμόταν, είτε κοιμόταν, ζούσε σε έναν άλλο κόσμο. Και την ώρα ακόμη του μαρτυρίου του, ζούσε μαζί με τον ζώντα Θεόν, ο οποίος μπορούσε να εκτείνη το χέρι του και να τον ευλογή.

Μόνον τέτοια μπορεί να είναι και η δική μας ζωή, υπερβατική ζωή, συμβίωσις με τον ζώντα Θεόν, ένα ξεπέρασμα των νόμων της φύσεως και μία υποταγή, μία εκπλήρωσις των επιταγών του Αγίου Πνεύματος και των νόμων της χάριτος. Αυτά πρέπει να λειτουργούν στον μοναχό. Ο μοναχός δεν διέπεται από ανθρώπινη θέλησι και νομοθεσία, αλλά από το τι το Πνεύμα το Άγιον κελεύει, από το που πνέει, από το τι ο Θεός ορίζει. Αυτή είναι η ζωή του. Δεν ζη για τον κόσμο ούτε εν τω κόσμω. Έχει απαλλαχθή από κάθε γήινη επιθυμία και βίωμα και έχει αποκτήσει την διάθεσι της τελείας σωματικής νεκρώσεως, της νεκρώσεως ακόμη και του τελευταίου ανθρωπίνου αισθήματος και βιώματος και της τελευταίας ανθρώπινης χαράς, για να είναι το παν εις αυτόν υπερβατικό, πέραν του κόσμου.

Η υπερβατικότης αυτή του μοναχού φθάνει ακόμη και μέχρι την τελεία συσσωμάτωσί του και συμπνευμάτωσί του με τον Χριστόν, μέχρι και την θέωσί του, που επιτυγχάνεται με την αδιάλειπτη μυστηριακή κοινωνία, το «φαγοπότι» αυτό της σαρκός και του αίματος του Χριστού, και με την μέθεξι της Θεότητος δια της αδιαλείπτου νοεράς προσευχής, που είναι ο τελειότερος και πνευματικώτερος τρόπος ζωής.

Επομένως, εάν γελάω, εάν κλαίω, εάν δουλεύω, εάν παίζω, εάν συνεργάζωμαι, εάν υπακούω, εάν πιστεύω ότι πετάει ο γάιδαρος υπακούοντας αλόγιστα, εάν ανεβαίνω επάνω στο βουνό, εάν πηγαίνω στην εκκλησία, το κάνω για να φθάσω στην πληρότητα της εσωτερικής προσευχής, που είναι πλήρης μετάστασις της ζωής μου και αρπαγή του νοός μου εις τον Θεόν, δια της τελείας εισδοχής του Θεού μέσα στο σαρκίο μου, μέσα στην θνητότητα και στην σμικρότητα μου. Γίνεται δηλαδή η αντίδοσις των ιδιωμάτων του Θεού και του ανθρώπου. Εγώ διεισδύω στους κόσμους του υπερπέραν, και το υπερπέραν εισέρχεται στην δική μου θνητότητα και την κάνει αιωνιότητα, την κάνει ουρανό, βασιλεία των ουρανών.

Η πνευματικότης μου λοιπόν είναι στην ουσία και ένα ξεπέρασμα του χρόνου, του ορίζοντος αυτού του κόσμου, ένας θάνατος του παντός, μία εσχατολογική κατάστασις. Γι’ αυτό, την πλήρωσί μου, την ανάπαυσί μου, μπορώ να την βρω μόνον στην άλλη ζωή. Εν όσω υπάρχω στην ζωή αυτή και εν όσω είμαι πραγματικός μοναχός, τίποτε δεν είναι δυνατόν να με θέλξη, ούτε να με ικανοποίηση, ούτε να μου αρκέση, ώστε να πω, φθάνει! μέχρις εδώ. Ανά πάσαν στιγμή, και αν ακόμη βλέπω αγγέλους και αρχαγγέλους, και με τα μάτια ακόμη της σαρκός μου και όχι μόνον του πνεύματός μου, δεν μπορώ να πω κάτι άλλο, παρά μόνον αυτό που συχνά λέγουν οι ασκηταί: Να, ένας καλόγερος ψεύτης. Πράγματι, ένας ψεύτης είμαι (42). Αληθινός θα είμαι μόνον όταν φθάσω εκεί επάνω, όταν γίνη η κατάργησις των ορατών στοιχείων και μυστηρίων και θα βασιλεύσω πρόσωπο με πρόσωπο ενώπιον του Θεού, και ο Θεός θα βασιλεύση μπροστά μου (43) .

Μέχρι τότε όμως δεν είναι δυνατόν να νοιώσω χαρά για κάτι, δεν δικαιούμαι- εκτός από την αμαρτία μου- να κλάψω για κάτι άλλο, ούτε για τον θάνατο του πατέρα μου ούτε για την απώλεια γνωστών μου ανθρώπων, ούτε για την φτώχεια μου ούτε για τον πλούτο μου, ούτε για τον έπαινο ούτε για την κατάρα. Ακόμη, ούτε και αυτή η αμαρτία μου, θα μπορούσαμε να πούμε με μία πνευματική έννοια, δεν είναι δυνατόν να αλλοίωση την ηρεμία του πνεύματος μου. Τίποτε δεν έχει σημασία, ούτε η γη ούτε ο ουρανός, ούτε το ύψωμα ούτε τα καταχθόνια, ούτε η επιτυχία μου ούτε η αποτυχία μου. Τίποτε απολύτως (43).

Το μόνο που έχει σημασία για μένα είναι, όταν φθάσω εκεί επάνω, όταν το τέλειο θα έρθη (44), όταν τα πάντα, και η ζωή και ο θάνατος και εγώ ο ίδιος, θα έχουν παραδοθή στα πόδια του Ιησού Χριστού. Όταν ο Πατήρ -ο οποίος είπε στον Υιόν του «κάθου εκ δεξιών μου, έως αν θω τους εχθρούς σου υποπόδιον των ποδών σου» (45)— παραδώση τα πάντα στον Υιόν επάνω στο ουράνιο θυσιαστήριο, και ο Υιός πάρη την φυσική του θέσι εκ δεξιών του Πατρός, όπως μας το προλέγουν οι προφητείες του Ψαλτηρίου, τότε θα μπορέσω και εγώ να αναπαυθώ και να πω, «ώδε κατοικήσω, ότι ηρετισάμην» (46). Γι’ αυτό αγωνίσθηκα, γι' αυτό κουράσθηκα. «Νυν απολύεις τον δουλόν σου» (47), Θεέ μου, τώρα πλέον είμαι ήσυχος. Και αυτό το «νυν απολύεις» θα είναι η αιωνιότης, διότι απωλέσθη ο χρόνος, η ιστορία, ο αγώνας, η παράδοσις, το δόγμα, το σύμπαν. Και τι απέμεινε; Αυτό που δεν δέχεται καμία απόλυσι, δηλαδή ο Θεός και ό,τι φωτίζεται εν τω Θεώ, όλοι οι αστέρες οι φωτιζόμενοι από το φως της τρισηλίου Θεότητος, οι οποίοι όμως χάνονται μέσα σε αυτό, γιατί τώρα όλα είναι ένα. Αυτή η παραδείσια κατάστασις, η εσχατολογική πληρότης της πνευματικότητός μας, είναι το μόνο που μπορεί να επιθυμή ο μοναχός.

Αυτά είναι τα θεμέλια, οι οραματισμοί, οι στύλοι, ό,τι μπορεί να κλείση στην καρδιά του ένας μοναχός. Όμως, μέχρι να φθάσωμε εκεί επάνω, ας προσευχώμαστε η ζωή μας να είναι ένα σκύψιμο ενώπιον του Εσταυρωμένου Κυρίου˙ ενα σκύψιμο ειρηνικό, μια ειρήνη που είναι η μεγαλύτερη αγωνία και η μεγαλύτερη κραυγή ενώπιον του Θεού και εκφράζεται με τα λόγια, ευλόγησέ με, Θεέ μου. Και η καθημερινή παράστασίς μας ενώπιον του Χριστού και η αίσθησίς μας και η όρασίς μας να είναι ο Εσταυρωμένος Χριστός, που «ξηλώνει» το χέρι του και ευλογεί την δική μας χθαμαλότητα, για να μας κάνη ψιλούς και άχρηστους γι’ αυτή την ζωή, και χρήσιμους για την βασιλεία των ουρανών.


40. Εβρ. 12, 4.
41.Ιερομόναχου Αγαθαγγέλου (Καλαφάτη), Οι αναμνήσεις μου από τον παπά-Τύχωνα. I. Μ. Σίμωνος Πέτρας, Άγιον Όρος 2003 , σσ. 35-36.
42. Ρωμ. 3, 4.
43. Α’ Κορ. 13, 8-12.
44. Α’ Κορ. 13, 10.
45. Ψαλμ. 109, 1.
46. Ψαλμ. 131, 14.
47. Λουκ. 2, 29.

ΑΡΧΕΣ ΜΟΝΑΣΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ (1) εδώ
ΑΡΧΕΣ ΜΟΝΑΣΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ (2) ΕΔΩ


ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΟΥ (2008) ΧΑΡΙΣΜΑΤΙΚΗ ΟΔΟΣ: Ερμηνεία στον Βίο του Οσίου Νείλου του Καλαβρού. Εκδόσεις Ίνδικτος. Β’ Έκδοση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Η ΙΕΡΑ ΜΑΣ ΜΟΝΗ ΑΠΟ ΨΗΛΑ!

ΟΜΙΛΙΕΣ ΚΑΙ ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ