Μία απ’ αυτές [τις μοναχές] κείτονταν κοιμισμένη στην εσωτερική αυλή, φορώντας σχισμένα παλαιά ρούχα. Λέει ο γέροντας [αββάς Δανιήλ]·
– Ποια είναι αυτή που κοιμάται;
Του απαντά μία από τις αδελφές·
– Είναι μέθυση και δεν ξέρουμε τι να την κάνουμε. Να την πετάξουμε έξω από το μοναστήρι φοβόμαστε το κρίμα, αν την αφήσουμε όμως σκανδαλίζει τις αδελφές.
Λέει ο γέροντας στον μαθητή του·
– Πάρε τη λεκάνη και άδειασέ την πάνω της.
Όταν τόκανε, αμέσως αυτή σηκώθηκε σαν από μεθύσι. Τον λέει η αμμάς·
– Δέσποτα έτσι είναι πάντοτε.
Ενώ πήγαιναν να αναπαυθούν, λέει ο αββάς Δανιήλ στον μαθητή του·
– Πήγαινε και δες πού κοιμάται η μέθυση, κάπου στην εσωτερική αυλή βρισκόταν.
Αυτός πηγαίνει, βλέπει και του λέγει·
– Είναι κοντά στα αφοδευτήρια».
Λέγει ο γέροντας στον μαθητή του·
– Μείνε άγρυπνος αυτή τη νύχτα μαζί μου.
Όταν αναπαύθηκαν όλες οι αδελφές, παίρνει ο γέροντας τον μαθητή του και πηγαίνει πίσω από ένα χώρισμα. Τότε βλέπουν τη μέθυση να σηκώνεται και να υψώνει τα χέρια της στον ουρανό, και τα δάκρυά της να τρέχουν σαν ποτάμι, να κινούνται τα χείλη της, να κάνει μετάνοιες και όταν αντιλαμβανόταν καμιά αδελφή να πηγαίνει στα αφοδευτήρια, έπεφτε στο έδαφος ροχαλίζοντας.
Έτσι περνούσε όλες τις μέρες της. Λέει λοιπόν ο γέροντας στον μαθητή του·
– Φώναξέ μου την ηγουμένη διακριτικά.
Πήγε και τη φώναξε καθώς και τη δεύτερη στη σειρά και ολόκληρη τη νύχτα έβλεπαν αυτά που έκανε. Η ηγουμένη άρχισε να λέει κλαίγοντας·
– Αχ για πόσα κακά δεν την κατηγόρησα.
Κι όταν ακούστηκε το εγερτήριο, διαδόθηκε γι’ αυτήν στην αδελφότητα.
Αυτή κατάλαβε τι έγινε και φεύγει κρυφά και πηγαίνει εκεί που κοιμόταν ο γέροντας και κλέβει το ραβδί του και την κάπα του και ανοίγει με προσοχή την θύρα του μοναστηριού και γράφει ένα σημείωμα, το όποιο τοποθετεί στην κλειδαριά της θύρας, λέγοντας·
– Να προσεύχεσθε για μένα και να μου συγχωρήσετε για όσα σας έφταιξα και εξαφανίστηκε.
Όταν ξημέρωσε, την αναζήτησαν, αλλά δεν την βρήκαν. Πηγαίνουν στην πύλη.
Και βρίσκουν ανοιχτή τη θύρα και το σημείωμα εκεί και γίνεται μεγάλος θρήνος στο μοναστήρι. Και λέει ο γέροντας·
– Εγώ γι’ αυτήν ήλθα εδώ, γιατί τέτοιους μεθύστακες αγαπά ο Θεός.
Όλες οι μοναχές εξομολογούνταν στον γέροντα τι είχαν κάνει σε βάρος της.
Και αφού ευλόγησε ο γέροντας τις αδελφές, αναχώρησε μαζί με τον μαθητή του για το κελλί τους, δοξάζοντας και ευχαριστώντας τον Θεό, ο οποίος μόνον αυτός γνωρίζει πόσους κρυφούς δούλους έχει.
Από το βιβλίο του Δημητρίου Τσάμη, «Μητερικόν, Διηγήσεις και βίοι των αγίων μητέρων της ερήμου ασκητριών και οσίων γυναικών της ορθοδόξου εκκλησίας», των εκδόσεων Πουρναράς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου