Ἡ Ιερὰ Μονὴ Νοτενῶν εἶναι κτισμένη στὶς παραφυάδες Ἐρύμανθου (Ὠλενοῦ), ἢ ὡς γνωστότερο ὡς Σκιαθοβούνη, ποὺ κατευθύνεται πρὸς νότο καὶ καταλήγει στὸν ποταμὸ Πηνειὸ τῆς Ἠλείας. Ἡ Μονὴ εἶναι πιὸ πάνω ἀπὸ τὸ χωριὸ Σκιαδᾶ τοῦ Δήμου Τριταίας ἀνηφορίζοντας ἀπὸ τὸν νομὸ Ἀχαΐας καὶ ἀκολουθῶντας χωμάτινο ὁδικὸ δρόμο ποὺ φέρει τὴν ὀνομασία «Ἱερὰ Μονὴ Νοτενῶν», ἐνῷ ἀπὸ τὸν νομὸ Ἠλείας ἡ πρόσβαση γίνεται ἀπὸ τὸ χωριὸ Κακοτάρι.
Ὁ ὅσιος καὶ θεοφόρος πατὴρ ἡμῶν Ἰωακεὶμ γεννήθηκε περὶ τὰ μέσα τοῦ 17ου αἰῶνος στὸ χωριὸ Σκιαδᾶ τῆς ἐπαρχίας τῶν Παλαιῶν Πατρῶν, στὴν περιοχὴ τῆς σημερινῆς Τριταίας του νομοῦ Ἀχαΐας.
Σὲ νεαρὴ ἡλικία καὶ παρὰ τὴ θέλησή του ἀρραβωνιάστηκε μιὰν εὐσεβῆ νέα, ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὸ ἴδιο χωριό. Ἀπὸ τὴ γενέτειρά του ἔφυγε κρυφὰ ἐγκαταλείποντας τοὺς γονεῖς ποὺ τὸν πίεζαν νὰ νυμφευθεῖ, καὶ τὴν ἀρραβωνιαστικιά του. Ὁ ἔφηβος Ἰωάννης, ὅπως λεγόταν λαϊκός, φλεγόμενος ἀπὸ τὸν πόθο τῆς ἀγγελικῆς μοναχικῆς ζωῆς, ἔγινε μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Ἰωακείμ. Σύμφωνα μὲ ἐνθύμηση σὲ χειρόγραφό της Μονῆς Χρυσοπηγῆς, ἀναφέρει ὁ Ὅσιος: «Εἰς τὰ 1695 ἀπὸ μηνὸς Μαΐου ἐφτίαξα τὴν ἐκκλησία στὴ Δίβρη τὸ Μοναστήριο ἐγὼ ὁ παπα-Ἰωακεὶμ ἀπὸ τὸ χωριὸ Σκιαδᾶ καὶ τὴ βρύση στὰ ἀμπέλια, ἔδωκα 200 γρόσα ὡς ἡγούμενος ψυχικὸ τῶν γονιῶν μου». Ἀπὸ αὐτὸ συμπεραίνεται ὅτι ἀρχικὰ ἐγκαταβίωσε καὶ ἀνακαίνισε τὴν Μονὴ Παναγίας Χρυσοπηγῆς πρὶν ἀπὸ τὸ 1650, ποὺ εὑρίσκεται ἄνω-θεν τοῦ χωριοῦ τῆς Δίβρης στὸ νομὸ Ἠλείας. Στὸ Μοναστήρι τῆς Χρυσοπηγῆς ὁ Ἅγιος ἔφθασε σὲ μεγάλα ὕψη ἀρετῆς καὶ ἁγιότητος, ὥστε ἐκρίθη ἄξιος ἀπὸ τὸν καθηγούμενο τῆς Μονῆς γιὰ νὰ λάβει τὸ μέγα ἀξίωμα τῶν δύο βαθμῶν τῆς ἱερωσύνης, ἐνῷ ὡς καθηγούμενος ὑπέγραφε «παπα-Ἰωακείμ», δηλαδὴ ὡς ἐπικεφαλῆς τῶν κληρικῶν.
Ζῶντας ἔτσι ταπεινὰ μέσα στὴν ἀδελφότητα, μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ καθηγουμένου τῆς Μονῆς, ἐκλέγεται καθηγούμενος πρὶν ἀπὸ τὸ 1695, γιὰ νὰ ποιμάνει τὰ λογικὰ πρόβατα τῆς ποίμνης τοῦ Χριστοῦ.
Ἐν συνέχειᾳ ἦλθε στὴ Μονὴ τῶν Νοτενῶν, ποὺ εὑρίσκεται κοντὰ στὴ γε-νέτειρά του καὶ τιμᾶται ἐπ’ ὀνόματι τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, καὶ ἔγινε καθηγούμενος αὐτῆς. Δὲν παρῆλθαν, ὅμως, πολλὰ χρόνια καί, φλεγόμενος ἀπὸ τὸν πόθο τῆς ἡσυχίας, παραιτήθηκε ἀπὸ τὸ ἀξίωμα τοῦ καθηγουμένου, καὶ ἀπεσύρθη σὲ κάποιο σπήλαιο, ποὺ ὑπῆρχε 100 μέτρα ψηλότερα τοῦ Μοναστηριοῦ.
Στὴ μικρὴ ἐκείνην ὑγρὴ Σκήτη, ὁ Ὅσιος ἐπεδόθη σὲ σκληρὴ ἄσκηση, μὲ διαρκεῖς προσευχές, νηστεῖες καὶ ἀγρυ-πνίες, ὑπομένοντας κάθε σκληραγωγία καὶ στενοχωρία τῆς ἀσκητικῆς πολιτείας, προκειμένου νὰ καθαρίσει τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὰ πάθη καὶ νὰ γίνει εὔχρηστο σκεῦος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ τροφὴ του ἦταν χυλὸς ἀλεύρου βρασμένου μὲ μέλι, ἢ ἄγρια χόρτα βρασμένα. Οἱ μεγάλοι του πνευματικοὶ ἀγῶνες ἦσαν κρυπτοί, διότι φοβόταν ὅτι «ἡ φανερὴ ἀρετὴ χάνεται, καθὼς ὁ θησαυρὸς ὁ φανερὸς κλέπτεται». Ἔτσι ὅλες τὶς νύκτες κοιμόταν ὄρθιος, κρεμασμένος μὲ σχοινιὰ ἀπὸ τὶς μασχάλες του, ἔχοντας ἐμπρός του ἕνα Τετραευάγγελο ἀνοικτό. Γιὰ ἄσκηση μετέφερε πέτρες ἀπὸ τὸν ποταμὸ’ καὶ ὅσες δὲν ταιρίαζαν τὶς ἐπέστρεφε πίσω, μὲ ἀποτέλεσμα οἱ ντόπιοι νὰ τὸν παρεξηγοῦν καὶ νὰ τὸν ἀποκαλοῦν «Μουρλο-Γιάννη» (ἀπὸ κοσμικό του ὄνομα).
Ἂν καὶ ἦταν ὀλιγογράμματος, ἐν τούτοις τόσο πολὺ κατανοοῦσε τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὰ συγγράμματα τῶν θείων Πατέρων, ὥστε καὶ ὁ τότε μητροπολίτης Παλαιῶν Πατρῶν, Παρθένιος Ε’ (1750-56 καὶ 1759-70), ὁ ὁποῖος ἦταν πολὺ πεπαιδευμένος στὴν ἑλληνικὴ σοφία, καταδεχόταν νὰ πηγαίνει σ’ αὐτὸν καὶ νὰ τὸν συμβουλεύεται.
Ἔτσι, λοιπόν, πολιτευόταν καὶ ἀγωνιζόταν ὅλες τὶς ἡμέρες τῆς ζωῆς του ὁ Ὅσιος, ἕως ὅτου ἔφθασε εἰς «ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφ. δ΄ 13). Τότε, καταλαβαίνοντας τὴν ὥρα τῆς ἐκδημίας του, ἐκάλεσε τοὺς πατέρες τῆς Μονῆς καὶ τοὺς ἐνουθέτησε πῶς νὰ πολιτεύονται καὶ νὰ ζοῦν ἐν εἰρήνη, κατὰ τὸ μοναχικό τους πολίτευμα. Ἔπειτα, ἀφοῦ ἔκαμε τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, εἶπε: «Εἰς χεῖρας σου, Χριστέ, παρατίθημι τὸ πνεῦμά μου», καὶ ἔτσι ἀπέπνευσε. Ἐνταφιάσθη εὐλαβῶς στὸν νάρθηκα τοῦ τότε καθολικοῦ τοῦ μονα-στηριοῦ.
Τρία ἔτη μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ὁσίου, περὶ τὸ 1755-1760, ἔγινε ἡ ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων του μὲ τὴν παρουσία πλήθους Πατέρων καὶ λαϊκῶν ὑπὸ τοῦ μητροπολίτου Παλαιῶν Πατρῶν Παρθενίου Δ’, ὁ ὁποῖος ἐξομολογεῖτο σ’ αὐτόν. Ὁ Παλαιῶν Πατρῶν εἰδοποιήθη πρὸς τοῦτο ἀπὸ τὸν τότε Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, Κύριλλο Ε’, στὸν ὁποῖο εἶχε κατ’ ὄναρ ἐμφανισθεῖ ὁ Ὅσιος Ἰωακεὶμ καὶ εἶχε δώσει τὶς σχετικὲς ὁδηγίες.
Ἕνας, ὅμως, ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἔσκαβαν, τραβῶντας ἀπρόσεκτα, ἔβγαλε κομμένο ἀπὸ τοὺς ὤμους τὸ δεξιὸ χέρι τοῦ Ὁσίου μὲ ὅλο τὸ κρέας καὶ τὸ δέρμα του. Τότε ἐξεπλάγησαν ὅλοι καὶ ἄρχισαν προ-σεκτικὰ νὰ βγάζουν μὲ τὰ δάκτυλα τὸ χῶμα ἀπὸ τὸν τάφο, ἕως ὅτου τὸ ὑπόλοιπο σῶμα τοῦ Ἁγίου ἐβγῆκε ὅλο ἀκέραιο, πλῆρες εὐωδίας, καὶ κατὰ θαυμαστὸν τρόπον ἐστάθη ὄρθιο, ὅπως ἐκείνων τῶν τριῶν φρουρῶν τῶν Ἑπτανήσων, Διονυσίου, Γερασίμου καὶ Σπυρίδωνος. Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ τὸ ἄφθαρτο σκήνωμα τοποθετήθηκε σὲ ὁλόσωμη λάρνακα ποὺ ἄνοιγε ἀπὸ τοὺς πατέρες τῆς μονῆς στοὺς προ-σκυνητές.
Τότε ἡ φήμη τοῦ ἱεροῦ Λειψάνου διεδόθη παντοῦ καὶ πολλοὶ χριστιανοὶ ἔτρεχαν πρὸς αὐτὸ ἀκόμα καὶ ἀπὸ τὰ Ἑπτάνησα, ἄλλοι μὲν χάριν προσκυνήσεως, ἄλλοι δὲ γιὰ νὰ ἰατρεύσουν τὰ πάθη τους, καὶ ἀμέσως ἐλάμβαναν τὴ θεραπεία τους. Καὶ ὄχι μόνον οἱ χριστιανοί, ἀλλὰ καὶ πολλοὶ ἀλλόθρησκοι Ὀθωμανοὶ πήγαιναν, καὶ θεραπεύονταν ἀπὸ τὸν Ἅγιο. Ὁ ἴδιος μητροπολίτης Παλαιῶν Πατρῶν Παρθένιος ποὺ πραγματοποίησε τὴν ἀνακομιδὴ τοῦ Ὁσίου, ἰδιοχείρως συνέγραψε τὸν βίο καὶ τὰ ἀσκητικὰ τοῦ νέου Ἁγίου παλαίσματα καὶ τὰ ἀπέστειλε σὲ ὅλα τὰ Πατριαρχεῖα.
Σήμερα στὴ Μονὴ Νοτενῶν ὁ ἀσκητικός της Καθηγούμενος ἀρχιμ. Ἱερώνυμος Διαμαντόπουλος διαφυλάσσει λίγα λείψανα ἀπὸ τὸ σεβάσμιο σκῆνος τοῦ ὁσίου Ἰωακεὶμ τοῦ εὔχους τῆς Μονῆς, ἀπὸ
τοὺς βραχίονες καὶ τὸν πόδα, ποὺ εὐωδιάζουν παρέχοντα πλῆθος διαφόρων ἰαμάτων στοὺς τιμῶντας τὴ μνήμη του τὴν 3η Ἰουλίου.
Ἀπολυτίκιον, ἦχος γ΄
(Θείας πίστεως’)
Βίον ἔνθεον λαμπρῶς ἀσκήσας
Θείας χάριτος ὤφθης δοχεῖον,
Ἰωακεὶμ θεοφόρε Μακάριε, τῶν Νοτενῶν τῆς Μονῆς ἐγκαλώπισμα, καὶ Σκιαδᾶ ἱερώτατον βλάστημα,
Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθε ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Ἐνδεικτικὴ βιβλιογραφία ἀπὸ τὴν ἀδημοσίευτη πανεπιστημιακὴ ἐργασία στὸ μάθημα τῆς Ἁγιολογίας τοῦ Μοναχοῦ Νεκταρίου Ν. Πέττα, φοιτητοῦ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν μὲ θέμα: «Τρεῖς ἄγνωστοι ὅσιοι Κτήτορες Ἱ. Μονῶν τοῦ Μωριᾶ: ὁ ὅσιος Ἰωακεὶμ Νοτενῶν (16ος-17ος αἰ., 3η Ἰουλίου), ὁ ὅσιος Νεκτάριος Ἐρυμανθίας (+1850, 31η Ἰανουαρίου) καὶ ὁ ὅσιος Λεόντιος ἐκ Στεμνίτσης (18ος αἰ., Λαμπροτρίτη)» Ἀθήνα 1999 (ὅπου συγκεντρωμένη καὶ ἡ παλιότερη βιβλιογραφία).
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου