α) Ἐὰν
εἶναι ἀληθὲς ὅτι
ἡ γλώσσα τοῦ μέλλοντος αἰῶνος θὰ εἶναι
ἡ σιωπή, τότε ὁ Ἰωσήφ, ὁ Μνήστωρ τῆς
Παρθένου, εἶναι τύπος τοῦ ἀνθρώπου
τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Στὰ εὐαγγέλια δὲν
διασώζεται κανένας λόγος του, δὲν ἀναφέρεται καμιὰ
συνομιλία του. Περιγράφονται μόνο οἱ
σκέψεις του καὶ οἱ ἐνέργειές
του. Προσεγγίζει τὸ μυστήριο τῆς ἄφατης
κένωσης τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ
Θεοῦ μὲ
δέος, περίσκεψη καὶ σιωπή. Κι ὅταν λογισμοὶ
ἀμφιβολίας τὸν κατακλύζουν, κι ὅταν ἡ ταραχὴ
τοῦ προξενεῖ ἀνυπόφορο ψυχικὸ πόνο, τότε μιλάει ὁ οὐρανός.
β) Ἀλλὰ ἂς
πάρουμε τὰ πράγματα ἀπὸ τὴν ἀρχή.
Ὁ Ἰωσὴφ ἐπιλέχθηκε
στὸ κατώφλι τοῦ γήρατός του νὰ γίνει
προστάτης καὶ φύλαξ τῆς Παρθένου. Ὅμως
στὴ διάρκεια τῆς μνηστείας, Ἐκείνη
βρέθηκε ἔγκυος «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου». Τὸ γεγονὸς
αὐτὸ
τοῦ προκάλεσε ἀμφιβολίες καὶ τὴν θεώρησε «κλεψίγαμο». Σύμφωνα μὲ τὸν
ποιητὴ τοῦ
Ἀκαθίστου ΄Ὕμνου: «Ζάλην ἔνδοθεν ἔχων λογισμῶν
ἀμφιβόλων, ὁ σώφρων Ἰωσὴφ ἐταράχθη».
γ) Ἡ
ταραχὴ αὐτὴ «μεταφράζεται» μὲ γλαφυρὸ καὶ δραματικὸ
τρόπο ἀπὸ
ἄλλο ὑμνωδό:
«Τάδε λέγει Ἰωσὴφ πρὸς τὴν Παρθένον· Μαρία, τί τὸ δράμα τοῦτο,
ὁ ἐν
σοῖ τεθέαμαι; Ἀπορῶ καὶ ἐξίσταμαι,
καὶ τὸν
νοῦν καταπλήττομαι. Ἀντὶ
τιμῆς, αἰσχύνην·
ἀντ’ εὐφροσύνης,
τὴν... λύπην· ἀντὶ τοῦ ἀπαινεῖσθαι, τὸν
ψόγον μοὶ προσήγαγες. Οὐκ ἔτι
φέρω λοιπόν, τὸ ὄνειδος ἀνθρώπων· ὑπὸ γὰρ ἱερέων
ἐκ τοῦ
ναοῦ ὡς
ἄμεμπτον Κυρίου σὲ παρέλαβον· καὶ
τί τὸ ὀρώμενον;».
δ) Ὅμως
παρὰ τοὺς
λογισμούς, ἐπειδὴ ὁ Ἰωσὴφ
ἦταν εὐσεβὴς καὶ
δίκαιος, δὲν θέλησε νὰ διαπομπεύσει τὴ Μαριάμ. Ἀποφάσισε νὰ διαλύσει τὸν
ἀρραβώνα χωρὶς ἐπίσημη διαδικασία.
Τότε ἀκριβῶς ἐμφανίστηκε στὸν ὕπνο
τοῦ ἄγγελος
Κυρίου καὶ τοῦ εἶπε: «Ἰωσήφ, ἀπόγονέ
του Δαβίδ, μὴ διστάσεις νὰ πάρεις στὸ
σπίτι σου τὴ Μαριάμ, γιατί τὸ παιδὶ
ποὺ περιμένει προέρχεται ἀπὸ τὸ Ἅγιο
Πνεῦμα. Θὰ
γεννήσει γιό, καὶ θὰ τοῦ
δώσεις τὸ ὄνομα Ἰησοῦς, γιατί αὐτὸς θὰ
σώσει τὸ λαό του ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες
τοῦ» (Μάτθ. 1, 20-21).
ε) Ὁ
Ἰωσὴφ
εἶναι μοναδικὸ πρόσωπο, διότι ἀκολούθησε
τὴν ὁδὸ τῆς
καρδιᾶς καὶ ὄχι τὴν αὐστηρότητα
τοῦ νόμου. Χαρακτηρίστηκε δίκαιος,
παρότι δὲν ἔμεινε προσκολλημένος στὸν
παλαιὸ νόμο, τὸν ὁποῖο ὑπερέβη
συνεργώντας στὸ ἔργο τῆς χάριτος. Ἔγινε διάκονος τῆς νέας διαθήκης, ὄχι τοῦ γράμματος τοῦ
νόμου ἀλλὰ
τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ. «Τὸ γὰρ
γράμμα ἀποκτέννει, τὸ δὲ
πνεῦμα ζωοποιεῖ» (Β’ Κόρ. 3,7). Ἐξάλλου,
ἡ χριστιανικὴ δικαιοσύνη βρίσκεται πέρα καὶ
πάνω ἀπὸ
τὰ ὅρια
ὁποιασδήποτε προσκόλλησης στὸ γράμμα τοῦ
νόμου.
στ) Ὁ εὐαγγελικὸς λόγος εἶναι
ζωντανὸς καὶ δραστικός, πιὸ κοφτερὸς κι ἀπὸ κάθε δίκοπο σπαθί· εἰσχωρεῖ βαθιὰ καὶ
κρίνει τοὺς διαλογισμοὺς καὶ
τὶς προθέσεις τῶν ἀνθρώπων (βλ. Ἑβρ. 4,12). Ἐξίσου
ὅμως σωστικὴ μπορεῖ νὰ ἀποβεῖ καὶ
ἡ σιωπή. Ὄχι
ἡ ἔνοχη
σιωπή, ἀλλὰ ἐκείνη ποὺ συνοδεύεται ἀπὸ ἁπλότητα
καρδιᾶς, διαύγεια, εὐρυχωρία καὶ
ἄνευ ὅρων
ὑπακοὴ
στὸ θεῖο
θέλημα. Στὴν περίπτωση τοῦ Ἰωσὴφ ἡ
σιωπὴ ὑπουργεῖ τὸ
θαῦμα τῆς
Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ.
ζ) Σὲ ἐποχὴ πολυλογίας, ἀργολογίας
καὶ πληθωρισμοῦ ἀκόμη καὶ τοῦ
ἐκκλησιαστικοῦ λόγου, εἶναι σχεδὸν ἀδύνατο
νὰ ἐκτιμηθεῖ ἡ ἀξία τῆς
σιωπῆς. Εἶναι
ἀκόμη δύσκολο στὴ σύγχρονη ὀρθολογιστικὴ ἐποχὴ νὰ
προσεγγίσει κάποιος τὴ θεία Γέννηση ὅπως ὁ
Ἰωσήφ. Ἐκεῖνος ὅμως
ποὺ θὰ
ὑπερβεῖ
τὸ κέλυφος τῆς ἀνθρώπινης λογικῆς καὶ
θὰ λευκάνει τὴν καρδιά του, θὰ γευθεῖ ἔστω
καὶ ἀμυδρὰ τὴν
παρουσία τοῦ «πτωχεύσαντος δὶ’ ἠμᾶς» Λυτρωτῆ,
εἴτε «ἔνδον
ἐν τὴ
καρδία», εἴτε στὰ πρόσωπα τῶν ἀγαπητῶν
ἀδελφῶν
ἀλλὰ
καὶ τῶν
«ἄλλων», τῶν ἐλαχίστων.
ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, 22/12/2012
και εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου