“Πάλι δεν κοιμάσαι, ρε Βαγγέλη; Πάλι τριγυρίζεις μες στα σκοτάδια; Εσύ δεν είσαι άνθρωπος, φάντασμα είσαι…”, παραπονιόταν το καημένο.
“Έλα, Χαραλαμπάκι μου, έλα μανάρι μου. Αφού τώρα τα μεσάνυχτα που όλα σιωπούν, βοά, κραυγάζει η ψυχή. Έλα να πούμε στον Χριστό και στην Παναγίτσα τα λόγια τα γλυκά της προσευχής”.
Ερχόταν και το παιδί και κάναμε παρέα. Γλυκός και ο ύπνος, αλλά τη γλύκα και την ανάπαυση της προσευχής δεν την έχει. Σκέφτομαι, παιδί μου, και κλαίω, πόσα χεράκια, σαν ανθισμένα κλαδάκια, δε σηκώνονται μέσα στη νύχτα και αρπάζουν και κατεβάζουν τον ουρανό στη γη, τον Θεό στον άνθρωπο. Να σας πω τι έπαθα με τις μετάνοιες; Όταν ετοιμάστηκα να πάω στο στρατό, σκέφτηκα. «Στο στρατό όλοι σε ένα θάλαμο μένουν. Πω πω, τι έπαθα, Παναγία μου. Που θα κάνω τις μετάνοιες μου μέσα σε τόσο κόσμο; Θα τις κάνω όλες πριν φύγω. Δεν γίνεται να μείνω χωρίς μετάνοιες. Ξεκίνησα λοιπόν να κάνω για να καλύψω, τρόπον τινά, τον χρόνο που θα έλειπα. Έκανα δύο τρεις χιλιάδες την μέρα, μέχρι που αρρώστησα. Ποια ήταν η ασθένεια; Ζήλος χωρίς επίγνωση, υπακοή στο λογισμό και απειρία πνευματική.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου