Η Ονομασία
Η ονομασία «Ακάθιστος Ύμνος» οφείλεται στο ακόλουθο κείμενο του Συναξαριστή: «ὀρθοστάδην τότε πᾶς ὁ λαός κατά την νύκτα ἐκείνη τόν ὕμνον τῇ τοῦ Λόγου Μητρί ἔμελψαν και ὅτι πᾶσι τοῖς ἄλλοις οἵκοις καθῆσθαι ἐξ ἔθους ἔχοντες, ἐν τοῖς παροῦσι τῆς Θεομήτορος ὀρθοί πάντες ἀκροώμεθα» (τότε όλος ο λαός σε ορθοστασία έψαλε κατά τη νύχτα εκείνη τον ύμνο στη Μητέρα του Λόγου και επειδή στους άλλους ψαλμούς συνήθιζαμε να κάθομαστε, τους ύμνους της Θεομήτορος όλοι τους ακούμε όρθιοι). Αυτά γράφει το Συναξάριο και εντοπίζει την «νύκτα ἐκείνη» το καλοκαίρι του 626.
Ο Μ.Κωνσταντίνος προσφέρει στην Παναγία την οχυρωμένη Κωνσταντινούπολη και ο Ιουστινιανός την Αγία Σοφία (ψηφιδωτό στην Αγία Σοφία). |
Χρόνος και αιτία σύνθεσης
Σύμφωνα με το Συναξαριστή, ο Ύμνος δημιουργήθηκε το 626, μετά τη σωτηρία της Κωνσταντινούπολης από την πολιορκία των Αβάρων, των Σλάβων και των Περσών, οπότε και εψάλει για πρώτη φορά. Το 626, και ενώ ο Αυτοκράτορας Ηράκλειος βρισκόταν σε εκστρατεία εναντίον των Περσών, οι Άβαροι και οι Σλάβοι (αν και υπήρχε συνθήκη ειρήνης με την Αυτοκρατορία) πολιόρκησαν την Πόλη και επιπλέον ένα τμήμα του περσικού στρατού έσπευσε να ενισχύσει την πολιορκία. Την προστασία της πόλης ανέλαβε τότε ουσιαστικά ο Μάγιστρος(το υψηλότερο πολιτικό αξίωμα μετά τον Αυτοκράτορα) Βώνος και ο Πατριάρχης Σέργιος. Ο Πατριάρχης Σέργιος περιέτρεχε τα τείχη της πόλης με την εικόνα της Παναγίας της Βλαχερνίτισσας και ενεθάρρυνε τα πλήθη και τους αγωνιστές. Ξαφνικά, το βράδυ της 7ης Αυγούστου έγινε ένας φοβερός ανεμοστρόβιλος και ο εχθρικός στόλος έφυγε άπρακτος. Ο λαός πανηγυρίζοντας τη σωτηρία του, συγκεντρώθηκε στο ναό Ναό της Παναγίας των Βλαχερνών και όλοι όρθιοι έψαλλαν τον από τότε λεγόμενο «Ακάθιστο Ύμνο» στην Παναγία, αποδίδοντας τα νικητήρια και την ευγνωμοσύνη τους στην «Υπέρμαχο Στρατηγό». Αυτά αναφέρονται στο Συναξαριστή. Όμως, δεν αναφέρεται τίποτα περί του χρόνου σύνθεσης και του ποιητή.Για να ψαλεί όμως τότε πρέπει να έχει συντεθεί νωρίτερα, καθώς δεν ήταν δυνατό να γίνει αυτό σε μια νύχτα. Κάποιοι μελετητές υποστηρίζουν ότι ο ύμνος έπρεπε να προϋπήρχε στη λειτουργική πράξη και να ψάλθηκε τότε «ορθοστάδην», από μέγιστη αφοσίωση και προς εγκωμιασμό της Θεοτόκου. Η ψαλμωδία του Ακαθίστου Ύμνου συνδέεται και με άλλα ιστορικά γεγονότα – πολιορκίες της Κωνσταντινούπολης: επί Κωνσταντίνου Πωγωνάτου (673), επί Λέοντος Γ΄ του Ισαύρου (717) και επί Μιχαήλ Γ΄ (860).
Όποιος κι αν είναι ο ποιητής, ο χρόνος σύνθεσης και με οποιοδήποτε ιστορικό γεγονός από τα ανωτέρω και αν πρωταρχικα συνδεθεί, ένα είναι το αναμφισβήτητο στοιχείο: ο Ύμνος εψάλλετο ως ευχαριστήριος ωδή προς την Υπέρμαχο Στρατηγό του Βυζαντινού Κράτους και τις ευχαριστήριες ολονυκτίες που τελούνταν σε ανάμνηση των γεγονότων αυτών.
Σύμφωνα με την παράδοση αλλά και πολλούς μελετητές αποδίδεται η σύνθεση του ύμνου στον Ρωμανό τον Μελωδό, στον κατ’ εξοχήν βυζαντινό υμνογράφο. Όμως, σύμφωνα με κάποιες άλλες μελέτες και ενδείξεις το κείμενο του Ύμνου αποδίδεται στον Πατριάρχη Γερμανό (715-730), στον Ιερό Φώτιο ή στον Κοσμά τον Μελωδό. Οι ωδές του κανόνα είναι ποίημα του Αγίου Ιωάννη του Δαμασκηνού(οι ειρμοί των κανόνων) και του Ιωσήφ του Υμνογράφου.
Σύμφωνα με το Συναξαριστή, ο Ύμνος δημιουργήθηκε το 626, μετά τη σωτηρία της Κωνσταντινούπολης από την πολιορκία των Αβάρων, των Σλάβων και των Περσών, οπότε και εψάλει για πρώτη φορά. Το 626, και ενώ ο Αυτοκράτορας Ηράκλειος βρισκόταν σε εκστρατεία εναντίον των Περσών, οι Άβαροι και οι Σλάβοι (αν και υπήρχε συνθήκη ειρήνης με την Αυτοκρατορία) πολιόρκησαν την Πόλη και επιπλέον ένα τμήμα του περσικού στρατού έσπευσε να ενισχύσει την πολιορκία. Την προστασία της πόλης ανέλαβε τότε ουσιαστικά ο Μάγιστρος(το υψηλότερο πολιτικό αξίωμα μετά τον Αυτοκράτορα) Βώνος και ο Πατριάρχης Σέργιος. Ο Πατριάρχης Σέργιος περιέτρεχε τα τείχη της πόλης με την εικόνα της Παναγίας της Βλαχερνίτισσας και ενεθάρρυνε τα πλήθη και τους αγωνιστές. Ξαφνικά, το βράδυ της 7ης Αυγούστου έγινε ένας φοβερός ανεμοστρόβιλος και ο εχθρικός στόλος έφυγε άπρακτος. Ο λαός πανηγυρίζοντας τη σωτηρία του, συγκεντρώθηκε στο ναό Ναό της Παναγίας των Βλαχερνών και όλοι όρθιοι έψαλλαν τον από τότε λεγόμενο «Ακάθιστο Ύμνο» στην Παναγία, αποδίδοντας τα νικητήρια και την ευγνωμοσύνη τους στην «Υπέρμαχο Στρατηγό». Αυτά αναφέρονται στο Συναξαριστή. Όμως, δεν αναφέρεται τίποτα περί του χρόνου σύνθεσης και του ποιητή.Για να ψαλεί όμως τότε πρέπει να έχει συντεθεί νωρίτερα, καθώς δεν ήταν δυνατό να γίνει αυτό σε μια νύχτα. Κάποιοι μελετητές υποστηρίζουν ότι ο ύμνος έπρεπε να προϋπήρχε στη λειτουργική πράξη και να ψάλθηκε τότε «ορθοστάδην», από μέγιστη αφοσίωση και προς εγκωμιασμό της Θεοτόκου. Η ψαλμωδία του Ακαθίστου Ύμνου συνδέεται και με άλλα ιστορικά γεγονότα – πολιορκίες της Κωνσταντινούπολης: επί Κωνσταντίνου Πωγωνάτου (673), επί Λέοντος Γ΄ του Ισαύρου (717) και επί Μιχαήλ Γ΄ (860).
Όποιος κι αν είναι ο ποιητής, ο χρόνος σύνθεσης και με οποιοδήποτε ιστορικό γεγονός από τα ανωτέρω και αν πρωταρχικα συνδεθεί, ένα είναι το αναμφισβήτητο στοιχείο: ο Ύμνος εψάλλετο ως ευχαριστήριος ωδή προς την Υπέρμαχο Στρατηγό του Βυζαντινού Κράτους και τις ευχαριστήριες ολονυκτίες που τελούνταν σε ανάμνηση των γεγονότων αυτών.
Σύμφωνα με την παράδοση αλλά και πολλούς μελετητές αποδίδεται η σύνθεση του ύμνου στον Ρωμανό τον Μελωδό, στον κατ’ εξοχήν βυζαντινό υμνογράφο. Όμως, σύμφωνα με κάποιες άλλες μελέτες και ενδείξεις το κείμενο του Ύμνου αποδίδεται στον Πατριάρχη Γερμανό (715-730), στον Ιερό Φώτιο ή στον Κοσμά τον Μελωδό. Οι ωδές του κανόνα είναι ποίημα του Αγίου Ιωάννη του Δαμασκηνού(οι ειρμοί των κανόνων) και του Ιωσήφ του Υμνογράφου.
Το κείμενο
Ο ύμνος αναφέρεται σε όλο το μυστήριο της ενανθρώπησης του Χριστού(κυρίως τον Ευαγγελισμό και τη Γέννηση), στο οποίο είναι βασικός παράγοντας η Θεοτόκος. Συνεπώς, μπορούμε να πούμε ότι αναφέρεται σε κοινό εορτασμό του Ευαγγελισμού και των Χριστουγέννων (άλλωστε οι δύο γιορτές αυτές χωρίστηκαν στα χρόνια του Ιουστινιανού).
Η ακολουθία των Χαιρετισμών μπορεί να διακριθεί σε 2 μέρη. Απ’ τη μια, οι Ειρμοί και τα τροπάρια των Ωδών του Κανόνα της Θεοτόκου και από την άλλη ο Ακάθιστος Ύμνος που διαιρείται σε 4 στάσεις, καθεμία από τις οποίες αναγιγνώσκεται τις πρώτες 4 Παρασκευές της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, ενώ την πέμπτη Παρασκευή των Νηστειών αναγιγνώσκεται όλος ο Ακάθιστος Ύμνος.
Σαν κείμενο, τα αρχικά γράμματα των τροπαρίων των Ωδών (ποίημα Ιωσήφ του Υμνογράφου) σχηματίζουν την ακροστιχίδα «ΧΑΡΑΣ ΔΟΧΕΙΩΝ ΣΟΙ ΠΡΕΠΕΙ ΧΑΙΡΕΙΝ ΜΟΝΗ, ΙΩΣΗΦ.». Ο Ακάθιστος Ύμνος αποτελείται από 24 «οίκους» (στροφές), που είναι 2 ειδών. Οι περιττοί (Α-Γ-Ε...), που είναι εκτενέστεροι, αποτελούνται από δεκαοκτώ στίχους. Οι πέντε πρώτοι περιλαμβάνουν τη διήγηση, οι δώδεκα επόμενοι αποτελούν τους χαιρετισμούς, οι οποίοι απευθύνονται προς την Θεοτόκο και ο δέκατος όγδοος είναι το εφύμνιο «χαίρε νύμφη Ανύμφευτε». Οι άρτιοι (Β-Δ-Ζ...), που είναι συντομότεροι, αποτελούνται μόνο από πέντε στίχους διήγησης και το εφύμνιο «Αλληλούια». Ο πρώτοι δώδεκα οίκοι του (Α-Μ) αποτελούν το ιστορικό μέρος. Εκεί εξιστορούνται τα γεγονότα από τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου μέχρι την Υπαπαντή, ακολουθώντας τη διήγηση του Ευαγγελιστή Λουκά. Αναφέρεται ο Ευαγγελισμός (Α, Β, Γ, Δ), η επίσκεψη της εγκύου Παρθένου στην Ελισάβετ (Ε), οι αμφιβολίες του Ιωσήφ (Ζ), η προσκύνηση των ποιμένων (Η) και των Μάγων (Θ, Ι, Κ), η Υπαπαντή (Μ) και η φυγή στην Αίγυπτο (Λ). Οι τελευταίοι δώδεκα (Ν-Ω) αποτελούν το θεολογικό ή δογματικό μέρος, στο οποίο ο μελωδός αναλύει τις βαθύτερες θεολογικές και δογματικές προεκτάσεις της Ενανθρώπισης του Κυρίου και το σκοπό της, που είναι η σωτηρία των πιστών. Ο μελωδός βάζει στο στόμα του αρχαγγέλου, του εμβρύου Προδρόμου, των ποιμένων, των μάγων και των πιστών τα 144 συνολικά «Χαῖρε», τους Χαιρετισμούς προς τη Θεοτόκο, που αποτελούν ποιητικό εμπλουτισμό του χαιρετισμού του Γαβριήλ («Χαῖρε Κεχαριτωμένη»), που αναφέρει ο Ευαγγελιστής Λουκάς.
Η θέση του Ακάθιστου Ύμνου στη σημερινή λατρεία
Οι Χαιρετισμοί της Παναγίας μπορούν να διαβάζονται καθημερινά μαζί με το Μικρό Απόδειπνο. Ειδικότερα, όμως, την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής (τις 5 πρώτες Παρασκευές των Νηστειών) υπάρχει ειδική ακολουθία, όπου ο Ακάθιστος Ύμνος πλαισιώνεται από τις ωδές. Με την Μεγάλη Τεσσαρακοστή συνδέθηκε προφανώς εξ αιτίας ενός άλλου καθαρώς λειτουργικού λόγου: Μέσα στην περίοδο της Νηστείας υπάρχει πάντοτε η μεγάλη εορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Είναι η μόνη μεγάλη εορτή, που λόγω του πένθιμου χαρακτήρα της Τεσσαρακοστής, στερείται προεορτίων και μεθεόρτων. Αυτήν ακριβώς την έλλειψη έρχεται να κάλυψει η ψαλμωδία του Ακάθιστου, τμηματικώς κατά τα απόδειπνα των Παρασκευών και ολοκλήρως κατά το Σάββατο της Ε΄ εβδομάδος των νηστειών. Το βράδυ της Παρασκευής ανήκει λειτουργικώς στο Σάββατο, ήμερα που μαζί με την Κυριακή είναι οι μόνες ήμερες των εβδομάδων των Νηστειών, κατά τις οποίες επιτρέπεται ο εορτασμός χαρμόσυνων γεγονότων, και στις όποιες, καθώς είδαμε, μετατίθενται οι εορτές της εβδομάδος
Θεσβίτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου