Η Ορθόδοξη χριστιανική λατρεία δεν είναι μια προσπάθεια εξιλέωσης ενός θυμωμένου Θεού· δεν είναι καθήκον που αν παραλείψουμε θα έχουμε νομικές συνέπειες· δεν είναι αναπαράσταση σκηνών και εικόνων που μας βοηθούν να νοιώθουμε καλύτερα· δεν είναι ανάμνηση παλαιών ιστορικών γεγονότων που δεν πρέπει να ξεχάσουμε· δεν είναι προσπάθεια να φαντασθούμε έναν πολύ ωραίο πνευματικό κόσμο για να εμπνευσθούμε· δεν είναι έξοδος στην ανάγκη συναισθηματικά κάπως να ανακουφισθούμε. Η ορθόδοξη λατρεία είναι μία κίνηση να διακρίνουμε τον αληθινό Θεό, ο οποίος διαρκώς φανερώνεται στην καθημερινότητα και πραγματικότητα της ζωής μας, να τοποθετηθούμε μέσα στους κόλπους της αγάπης Τον, να εκφράσουμε ανταποδοτικά την ευχαριστία και την αγάπη μας, να κοινωνήσουμε τελικά μαζί Του, να περιχωρήσουμε στη χάρη και ενέργειά Του, να ζήσουμε τη συγγένεια μαζί Του. [...]
Μέσα στη Θεία Λατρεία φανερώνεται ο Χριστός και δοξάζεται ο πιστός· «όταν ο Χριστός φανερωθή, η ζωή ημών, τότε και υμείς συν αυτώ φανερωθήσεσθε εν δόξη». Τί όμως σημαίνει η με τον Χριστό φανέρωση του ανθρώπου εν δόξη;» Η έννοια του χωρίου είναι ασφαλώς εσχατολογική. Τότε θα γίνει η πλήρης φανέρωση της δόξης του Θεού, τότε θα δοξασθεί το τέλειον, δηλαδή ο Θεός, και τότε θα φανερωθεί και ο κάθε άνθρωπος εν δόξη. Εκτός όμως από την εσχατολογική διάσταση, η με τον Χριστό φανέρωση του ανθρώπου εν δόξη έχει να κάνει και με τον ανώτερο στόχο και προορισμό του καθενός μας. Στη Θεία Λατρεία οι πιστοί αποθέτουν όλες τις μέριμνες, αποχωρίζονται από τα γήινα, εικονίζουν μυστικώς τα Χερουβείμ, κοινωνούν του Αγίου Πνεύματος, αποθνήσκουν, ζουν τα έσχατα. Τα Άγιο Πνεύμα φανερώνει το Θεό στην ιστορία και στην Εκκλησία. Τον φανερώνει στην αιώνια βασιλεία Του· φανερώνει όμως και τον κάθε πιστό, το μυστήριο του ανθρώπου. [...]
Η λατρεία διαφέρει από την προσευχή – μεταξύ των άλλων – και κατά το ότι τελείται εν τω Ναώ, όχι εν τω ταμείω· σε συγκεκριμένες ώρες, όχι όποτε θέλουμε· με προσδιορισμένες εκφράσεις, όχι όπως επιλέγουμε.[...] Η λατρεία νοείται μόνο συλλογικά, εκκλησιαστικά. Δεν λατρεύει το Θεό κανείς μόνος του, ούτε ατό σπίτι του· Τον λατρεύει μαζί με άλλους και μέσα στο Ναό, με τους αδελφούς του και τους αδελφούς του Χριστού, σε ένα χώρο που δεν είναι δικός τον για κοινή χρήση, αλλά πιο κοντινός του γιατί είναι του Θεού. Δεν μαζευόμαστε στην εκκλησία για κανέναν άλλο λόγο παρά για να λατρεύσουμε όλοι και μαζί. Δεν γίνεται η λατρεία αν είμαστε αρκετοί αλλά όχι όλοι· ούτε πάλι αν είμαστε μεν όλοι αλλά χωριστά. Ο Θεός δεν λατρεύεται από τον καθένα μόνο του, αλλά λατρεύεται μόνον από την Εκκλησία ως καθολική οντότητα. Γι’ αυτό και η Θεία Λειτουργία κάνει το χώρο σημείο, μεταποιεί την ιστορία σε διαρκές «σήμερον» και παρόν, ενώνει τους πάντες, αφού και «τους κοσμικώς διεσπαρμένους ομοχώρους ποιεί».
Μέσα στη Θεία Λειτουργία οι λέξεις «πάντων», «πάσα» και «όλοι» διαπερνούν όλες σχεδόν τις ευχές· «πάντων των αγίων μνημονεύσαντες», αναφέρουμε όλους τους Αγίους μην μας ξεφύγει κανένας. Και όταν μνημονεύουμε τις ψυχές και τα ονόματα, καταλήγουμε με την ευχή κανείς να μην εξαιρεθεί: «Και πάντων και πασών». Η Θεία Λατρεία λοιπόν προσφέρεται από όλους και επίσης από όλους μαζί. Γι’ αυτό και δεν απορεί να είναι τοπική ούτε μερική, αλλά καθολική και οικουμενική. Η Εκκλησία ζει όλες τις λειτουργίες σαν μία· συγκεντρώνει
όλους τούς Ναούς, όλες τις αναίμακτες θυσίες που προσφέρονται από όλον τον κόσμο, συλλέγει τους πάντες και τα πάντα και τα προσφέρει θυσία ευάρεστη τω Θεώ. Αυτή η καθολικότητα εκφράzει τό μυστήριο της ενότητας.
Ποιός όμως είναι ο βαθύτερος λόγος να είμαστε όλοι και μαζί; Ας ανατρέξουμε στη δημιουργία μας. Όταν ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο και έπλασε και τον Αδάμ, είπε ότι «ου καλόν είναι τον άνθρωπον μόνον», γι’ αυτό και προχώρησε στη δημιουργία της Εύας. Και από τους πρωτοπλάστους γεννάται το ανθρώπινο είδος με όλες του τις ευλογίες και με όλο το στραβό πτωτικό φύραμα που στη συνέχεια απέκτησε. «Ου καλόν είναι τον άνθρωπον μόνον». Δεν είναι εγωισμός μόνο το να θέλει κανείς να είναι πρώτος, αλλά υπάρχει ένας άλλος ύπουλος εγωισμός, το να θέλει να είναι κανείς μόνος. Και αυτό είναι τραγικό. Θα αναφέρω ένα παράδειγμα που ίσως ξαφνιάσει. Συχνά πηγαίνουμε στην εκκλησία, κρατούμε ένα βιβλιαράκι, κρυβόμαστε σε μια σκοτεινή γωνιά, δεν θέλουμε, να ασχολούμαστε με τίποτε άλλο και αν κανείς δίπλα μας κουνηθεί διαμαρτυρόμαστε ότι μας εμποδίζει να συγκεντρωθούμε. Μα στο Ναό δεν πηγαίνουμε για να συγκεντρωθούμε. Αν σκοπός μας ήταν η αυτοσυγκέντρωση, τότε ο χώρος του κελλιού μας θα ήταν καταλληλότερος. Στον Ναό πηγαίνουμε για να κοινωνήσουμε. Ο ένας να περιχωρήσει στη ζωή του άλλου και να ανοίξει τις πόρτες του και προς τα έξω, για να βγει ο ίδιος, και προς τα μέσα, για να μπουν οι άλλοι που θα φέρουν το Θεό. Πηγαίνουμε για να συγ-χωρηθούμε δηλαδή να μπούμε στον ίδιο χώρο. Πηγαίνουμε για να συγ-χρονισθούμε· δηλαδή να είμαστε ταυτόχρονοι στη δόξα μας προς το Θεό και στην παράστασή μας ενώπιόν Του. Πηγαίνουμε για να συν-αδελφωθούμε. Δεν πηγαίνουμε για να βάλουμε το μυαλό μας να πονοκεφαλιάσει με φίλαυτες απομονωτικές σκέψεις. Γι’ αυτό και η Εκκλησία, χωρίς να δέχεται την ασεβή φασαρία, είναι ανεκτική στη σχετική αταξία, στη φυσική ανησυχία των μικρών παιδιών, στη δυσκολία απόλυτης προσαρμογής των ασθενών, των γερόντων ή των ψυχικά ασταθών, που όμως όλοι τα μέγιστα συμβάλλουν στην κοινωνία της θείας λατρείας. Οι Ναοί μας δεν αποτελούν χώρους απόλυτης συμμετρίας ή επιβεβλημένης τάξης και οργάνωσης, αλλά χώρους όπου το τυπικό, η ευταξία, οι διατάξεις διευκολύνουν την μεταξύ μας και μετά του Θεού κοινωνία. Αυτός είναι και ο λόγος που οι λατρευτικές ευκαιρίες μας αποκαλούνται συνάξεις, το κατ’ εξοχήν μυστήριο κοινωνία, το δε σώμα του Χριστού Εκκλησία. Δεν γίνεται να κοινωνήσουμε το Θεό χωρίς να μπορέσουμε να κοινωνούμε μεταξύ μας• και δεν γίνεται να κοινωνούμε μεταξύ μας, αν δεν μπορέσουμε κάποτε να βγούμε από τον εαυτό μας. Και για να βγούμε από τον εαυτό μας, μάς βάζει η Εκκλησία εδώ που όλοι μαζί μαζευόμαστε, ξεχνώντας ο καθένας τη δική του αυτοσυγκέντρωση, το δικό του εαυτό.
Στη Θεία Λειτουργία πηγαίνουμε για να βρούμε τη θέση μας μέσα στο Άγιο Ποτήριο, να ακουμπήσουμε το Χριστό, να βρεθούμε με όλο τον κόσμο, όλη την κτίση, να συγχωρηθούμε με τους συνανθρώπους μας, να τους νιώσουμε ότι είναι κομμάτια της υποοστάσεώς μας, μέλη τού δικού μας σώματος, για να αισθανθούμε ότι όλοι μαζί είμαστε μέλη του Χριστού. Αυτό είναι η ζωή και η πίστη που εμπερικλείει η Θεία Λατρεία μας. Όταν ζει κανείς τη χάρη του συνδέσμου με το Χριστό, όχι μόνον ως προσωπικό γεγονός αλλά κυρίως ως εκκλησιαστικό γεγονός, όταν δηλαδή ζει το ότι όλοι μας είμαστε μέλη του αιωνίου σώματος του Χριστού, πολίτες της βασιλείας Του, μέτοχοι της αιωνιότητας από αυτήν τη στιγμή, τότε αρχίζει να χαράζει ο καρπός του μυστηρίου στην καρδιά. Συγχωρεμένοι, αγαπημένοι, ενωμένοι εν τη Εκκλησία μπορούμε να μυσταγωγηθούμε στό μυστήριο του Θεού και να προετοιμάσουμε έτσι το έδαφος της ψυχής μας για να δέχεται τη χάρη του Θεού. Τότε κανείς παύει να παρακολουθεί, αλλά συμμετέχει στη θεία Λατρεία.
(Από εισήγηση του Μητροπολίτου Μεσογαίας κ. Νικολάου που έγινε στο Στ΄ Πανελλήνιο Λειτουργικό Συμπόσιο Στελεχών Ιερών Μητροπόλεων της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος στις 23 Σεπτεμβρίου 2004)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου