Ομιλία
του ηγουμένου της I. Μονής Δοχειαρίου Άγ. Ορους άρχιμ. Γρηγόριου Ζουμή
του Πάριου κατά την πανήγυριν της Ζωοδόχου Πηγής Λογγοβάρδας
Τώρα
που μπήκε για καλά ή άνοιξη στην πανέμορφη χώρα μας και άνθίσανε στα
άγριολίβαδα χρωματιστά λουλούδια, που ούτε ό Σολομών δεν μπόρεσε να
πλουμίση τον χιτώνα του όπως αυτά. Τώρα πού τα πετεινά του ουρανού
γεμίζουν τον αέρα όχι με τουμπάκια και τσαμπούνες, αλλά με παναρμόνιες
μουσικές φωνές.
Τώρα
που το θαλασσοπούλι, ό κατάλευκος γλάρος, πετά πιο χαμηλά πάνω στην
θάλασσα και συντροφεύει τους ταξιδιώτες. Τώρα που ό ζευγάς άροτριά την
γη αγόγγυστα και τα βόδια ανετότερα μπαίνουν στον ζυγό. Τώρα που ό
γεμιτζής δεν παρατηρεί αν το φεγγάρι είναι όρθιο ή καθιστό, δεν τον
σκιάζει ούτε ό γαρμπής ούτε ό μαΐστρος, ησυχάζει πλαγιασμένος στον ίσκιο
του άρμπουρου. Τώρα πού το θρόισμα των φύλλων μας νανουρίζει και ό
φλοίσβος της θάλασσας μας τέρπει. Τώρα πού πορτέλα και πόρτες άνοιξαν
διάπλατα και ή παλιά οικοδέσποινα τυλίγει το μπουκάρι στο καλάμι και
γνέθει κλωστή στην ρόκα για τούς επενδύτες του χειμώνα. Τώρα πού όλη ή
άλογη κτίση εξεγείρεται σαν μέσα από τον άδη και οι πέτρες ακόμη
ευωδιάζουν, ή λογική κτίση αποπνέει αναδοσιά σαν το κλειστό δωμάτιο και
τα ρούχα τα μπαουλισμένα, που δεν αερίστηκαν και δεν λιάστηκαν ποτέ.
Αναδοσιά
είναι κεκλεισμένη υγρασία. Στην πατρίδα μας αναδοσιά έλεγαν και την
κεκρυμμένη αμαρτία. «Μη πηγαίνεις σ' αυτό το σπίτι. «Έχει αναδοσιά».
Σάς
ομιλώ από την γλώσσα και την ζωή του τόπου μας, για να εννοήσει καλά
και το κυρτωμένο γεροντάκι, πού στέκεται από το πρωί στο στασίδι και δεν
μετρά τις καμπάνες, για να σηκωθεί για την Εκκλησία. (Μια παριανή
αρχόντισσα προσφέρθηκε κάτι να μάς φτιάξη ή γιαγιά της. Της είπα
διακριτικά: «Δίπλες με γούρια αυγά». Έτσι το μετέφερε στην γιαγιά της
και έγινε ανέκδοτο. Όλοι ξέρουν αγγλικά, τα ντόπια τα βδελύσσονται.)
Και
ελάτε αντάμα να πάρουμε τις ρύμες και τούς δρόμους, να οσφρανθούμε την
κακοσμία της άναδοσιάς. Ας έλθουμε στην οικογένεια. Μην εισέλθουμε στα
ενδότερα, στο κατώφλι να σταθούμε. Μήπως θα οσφρανθούμε λιβάνι ή την
οσμή της καντηλήθρας από τρεμάμενο φώς του καντηλιού ή του κεριού την
κάφτρα; Τσιγάρα και μαριχουάνα ανάμεικτα με δυσοσμία κακών αρωμάτων. Και
αν κοιτάξεις, μήτε εικόνες θα δεις μήτε μάννα γονυπετή να προσεύχεται
στην θρυαλλίδα του καντηλιού. Και αν στήσεις το αυτί σου, θα ακούσης
φωνές χωρισμού, βλασφημίες και σαπρολογίες. Και θα αναλογιστής: «Αυτό το
σπίτι θρέφει παιδιά; είναι ζεστή φωλιά; είναι λιμάνι ή ναυάγιο;». Που
τα ακούσματα της μουσικής που γλυκά νανούριζαν το μωρό; Που της στοργής ή
τρυφερότητα;
Υπάρχουν
και σπίτια που συντελούν στην κατ' οίκο εκκλησία, άλλα μέρες και νύχτες
θα περπατάμε, για να τύχουμε το καλό συναπάντημα.
Και
ας μη μείνω εδώ. Ας προχωρήσουμε με σεμνό βηματισμό στον χώρο της
Εκκλησίας. «Άπόστρεψον το πρόσωπον σου του μη ιδείν ματαιότητα.» Τί
αναμένω να θεωρήσω και τί βλέπω. Πού είναι ό παπάς με την μακριά
γενειάδα και τα μαλλιά και την ευτελή φορεσιά;
Τον
πέταξαν έξω από την Εκκλησία σαν αναχρονιστικό. Τώρα, παρά τα αρώματα,
αναδοσιά αποπνέει. Εμείς οι ρασοφόροι πάψαμε να λουζόμαστε στο αίμα του
έσφαγμένου Άρνίου στο λουτρό της μετανοίας. Κάθε μέρα παίρνουμε λουτρό,
άλλ' όχι σωτήριο. Τα ιμάτια μας είναι άπλυτα και δεν έχουμε στολή να
εισερχόμαστε στον νυμφώνα του Χριστού.
Ας
διαβούμε την υπερφίαλο κοινωνία. Έδώ ή αναδοσιά τρυπά ρουθούνια και του
μικρού παιδιού. Παντού ανταγωνισμός, ψέματα, ζήλειες και φθόνοι.
Πλησιάστε τούς καφενέδες. Οι κουβέντες είναι πολιτικά και οικονομικά. Ό
ένας προσπαθεί να έξουδενώση τον άλλον και πολύ περισσότερο όταν
απουσιάζει. Ό περιφρονητικός λόγος για τον αδελφό μας είναι το αλάτι της
συζητήσεως. Αν επικρατή ησυχία, οι άνθρωποι κρέμονται από ένα κουτί,
πού το ονομάζουν τηλεόραση.
Οπωσδήποτε
αυτή ή ησυχία θα κατάληξη σε καταιγίδα κρίσεων και στηλιτεύσεων για τα
όσα είδαν και άκουσαν. Αν όμως πάμε λίγο πίσω στα χρόνια, το καφενείο
είχε ακούσματα διδακτικά και σοβαρά. Ήταν το κατηχητικό του λαού. Οι
παλιοί καπεταναίοι διηγείτο σοβαρά και σεμνά τα παλαίσματα τους στης
θάλασσας το μένος και τις περιπέτειες τους, για να εξοικονομήσουν το
ψωμί της φαμίλιας, αλλά και πόσες φορές κινδύνεψαν και τους έσωσε ό
άγιος Νικόλαος από σίγουρη ολοσχερή καταστροφή.
Οι
αγρότες διηγείτο τις τυραγνίες τους, για να μερέψουν της γης την
αγριάδα και να φυτέψουν σπαρτά και αμπέλια. Και οι πιο απλοί τη καρδία
έλεγαν όλα τα μυστικά της καλλιέργειας της γης. Παράγγελλαν τον καφέ και
το τσίπουρο και απ' την κούραση το έφερναν με τρεμάμενα τα χέρια στο
στόμα τους. Αλλά και αυτοί πολλά διηγείτο για τα θαύματα των Αγίων πού
τιμούσαν στα εκκλησάκια πού γειτνίαζαν με τα σπίτια ή τους αγρούς τους.
Έτσι
μέσα στο, κλίμα του καφενείου έτρεφε την ψυχή μας ή αρμύρα της θάλασσας
και ή μυρωδιά του σχίνου και του θυμαριού. Ίσως κανείς να μη γύριζε
σπίτι του με τύψεις για χαμένες κουβέντες. Και για να μη τα
εξιδανικεύουμε τα πράγματα, υπήρχε και ή ευτραπελία, αλλά ήταν πάντα
συμμαζεμένη.
Και
ό περίπατος στην αγορά δεν σε απέλπιζε. Ό κάθε παραγωγός και έμπορος,
όσο μπορούσε πρόβαλλε την πραμάτεια του, χωρίς να σου καταπλακώνει την
καρδιά. Και μόνο πού τον έβλεπες καταπονημένο, τον προτιμούσες
να του αφήσεις την οικονομία σου. Τί 'ναι τούτο σήμερα πού πάθαμε από
την κάθε τρύπα και το κάθε υπόγειο να βγαίνουν ζωτικές μορφές, πού δεν
σου βγαίνει όχι να ψωνίσεις, αλλά ούτε να τούς πλησίασης. Τί είναι τούτη
ή κοσμοπολίτικη αγορά πού διαθέτει όλα τα ψεύτικα και ευτελή και
κακόγουστα πράγματα στον Έλληνα πολίτη; Κακό μεγάλο μας βρήκε. Ή αγορά
ήταν παρηγοριά στους φτωχούς και στους πλούσιους χαρά. Δύσκολα αναπνέεις
την σημερινή αγορά και του τελευταίου χωριού ακόμη. Αναδύει κάτι
ψευτοκοσμοπολίτικο, κάτι το ψεύτικο, το άχρηστο.
Ας
εισέλθουμε και στον χώρο των διασκεδάσεων. Αν ακούσουμε τα τραγούδια
και δούμε τούς χορούς, θα ντραπούμε πού ό Θεός μάς έκανε ανθρώπους.
Μωρέ, και ό παλιός άνθρωπος διασκέδαζε, αλλά δεν του έλειπε ή σοβαρότητα
και ή σεμνότητα. Οι διασκεδάσεις ήταν μια ευκαιρία κοινωνίας των
ανθρώπων μεταξύ τους και βαθειάς μελέτης του χαρακτήρα κάθε χορευτή και
τραγουδιστή.
Και
αν αφήσουμε τούς στενούς χώρους και προχωρήσουμε στα στενωπό μονοπάτια
των κωμοπόλεων του τόπου μας, στην σόκα και στην παραλία, θα θεωρήσουμε
εικόνες προφητικές. Ή αγάπη, πού είναι το πιο σπουδαίο πράγμα που μπορεί
ο άνθρωπος να καλλιεργεί και να μεταδίδει, να ξεπουλιέται σαν το πιο
φτηνό απόκτημα του άνθρωπου.
Οι
εναγκαλισμοί και οι ασπασμοί του ψεύτικου και πρόχειρου έρωτα
διακωμωδούν την αγάπη σε όλες τις εκφάνσεις της. Όχι μόνον μεταξύ
νεανιζόντων παιδιών, αλλά και ανάμεσα σε ενηλίκους. Κυριολεκτικά
εμπαίζεται το χάρισμα της αγάπης. Καταντά βδελυκτό και έναντι του Θεού
και έναντι των ανθρώπων. Εάν δε παρακολούθησης και τις διασκεδάσεις,
σίγουρα θα απόκτησης αναπνευστικά προβλήματα από την μπόχα της νοτισιάς
και ταραχή ψυχική, και με άναβράζουσα καρδιά θα ειπείς: «Επιτέλους, όλα
σ' αυτόν τον τόπο έγιναν ευτελή και εξεζητημένα;»
Πού
να πορευθώ, για να αναπνεύσω ελεύθερα, χωρίς να πνίγομαι από νοτισιά;
Δεν λέγω εμείς οι μικροί να πάμε σε βουλές και σε συνόδους και σε
συνάξεις. Τον μικρό μας τόπο να αερίσουμε για να φύγει ή δυσοσμία και ή
κακοσμία. Ούτε οι κορυφές των βουνών και των λοφίσκων πού καλύπτουν την
μικρή μας πατρίδα δεν είναι πια ελεύθερες. Τις έχει καταπλακώσει το
σύννεφο της κακοσμίας.
-Παναγία
μου, πηγή αέναος, βοήθα στην εξυγίανση του τόπου μας ή αλλιώς δείξε μας
που να πορευθούμε. Και με την Χάρη σου, πού είναι σίγουρα απλωμένη σε
όλη την χώρα μας, γιατί κάθε ελληνική γωνιά σε τιμά, σε μεγαλύνει,
πρόφθασε, τρέξε και εξαφάνισε την κακοσμία. Ξεθόλωσε τα νερά, πού έδώ
και μερικά χρόνια το μελάνι της αμαρτίας δεν μας αφήνει να κολυμπούμε
χωρίς φόβους. Ξεπάστρεψε από τον τόπο μας κάθε παγίδα των πονηρών
ανθρώπων.
Από
σένα περιμένουμε, Δέσποινα, Δέσποινα, την μεταβολή της χώρας μας. Στήσε
τον θρόνο σου στο κέντρο αυτής της χώρας και φίμωσε τα στόματα που
καθυβρίζουν και βλασφημούν και ατιμάζουν τον τόπο πού άγιασαν οι
προγονοί μας. Ένα δικό σου καλό συμμάζεμα θα μάς βοηθήσει όλους, γιατί
ξέρεις να ξεπαστρεύεις κάθε εχθρό και πολέμιο. Νιώθουμε
εγκαταλελειμμένοι, προδομένοι, γι' αυτό απεγνωσμένα σε παρακαλώ. Γέμισε ό
τόπος μας νεκροθάφτες. Έθαψαν και τις εκκλησιαστικές μας παραδόσεις και
τις εθνικές.
-Ανάστησε
μας, αναστημένε Ιησού, απ' τα βάραθρα πού έχουμε πέσει, με τις
πρεσβείες της Παναγίας και όλων των Οσίων πού ασκήτεψαν σ' αυτό το νησί.
Άγιε
Καθηγούμενε, πολύ σάς ευχαριστούμε πού μάς δεχθήκατε και μάς
ανεχθήκατε, να συνεορτάσουμε αυτήν την μεγάλη ήμερα της μονής
Λογγοβάρδας, χωρίς να σπρώχνει ό ένας τον άλλον, ποιος θα φανεί πρώτος
και ποιος δεύτερος. Αλλά όλοι μαζί, την αυτήν παράδοση στοιχούνται, τον
ίδιο μοναχισμό έχοντες από χρόνια ενστερνισθεί, με τούς ταπεινούς
συντοπίτες μας ψάλαμε: «Χαίρε πηγή θείων ιάσεων».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου