"Ὁ Παπαδιαμάντης ἦταν ἕνα ταπεινὸ μέλος τῆς Ἐκκλησίας, αἰσθανόταν καὶ λειτουργοῦσε ὡς μέλος της. Εἶχε συναίσθηση ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι Κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, αὐτοῦ τὴν Γέννηση καὶ τὴν Ἀνάσταση ὑμνεῖ καὶ δοξάζει καὶ ὑπακούει ταπεινὰ στὶς ἀποφάσεις τῆς Ἐκκλησίας. Κατ᾿ ἀρχὰς πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι ὅλη ἡ ζωὴ τοῦ Παπαδιαμάντη ἦταν φιλοκαλική, ποὺ σημαίνει ὅτι δὲν στηριζόταν σὲ καταφατικὲς ἐκφράσεις καὶ διαβεβαιώσεις, ἀλλὰ κυρίως ζοῦσε ἀποφατικά. Ἔβλεπε τὴν δόξα τῆς Ἐκκλησίας ὄχι στὴν ἐπίγεια κοινωνικὴ κατάφασή της, ἀλλὰ στὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τὴν αἰσθανόταν μέσα στὶς ἀγρυπνίες, μέσα στὴν θεία Εὐχαριστία, ποὺ εἶναι τὸ κέντρο τῆς Ἐκκλησίας, στὶς ἀκολουθίες, στὰ τροπάριά της. Συνελάμβανε τὸ πνεῦμα τῆς θείας λατρείας, ποὺ εἶναι ἡ ταπείνωση, ἡ ἡσυχία, ἡ κένωση καὶ ἡ προσφορά....
Σ᾿ ἕνα κείμενό του γράφει: «Ἡ Ἐκκλησία ἐθριάμβευσεν ἐν τῷ κόσμῳ ἄνευ τῆς ἐλαχίστης συνδρομῆς τῆς πολιτείας, τουναντίον μάλιστα καὶ διωκομένη καὶ κατατρυχομένη πολλάκις ὑπὸ ταύτης». Στὴν ἐποχή του ὁ Μακρακισμὸς ἀλλοίωνε τὴν ταυτότητα καὶ τὴν φυσιογνωμία τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Παπαδιαμάντης γράφει ἄρθρο γιὰ νὰ καυτηριάσῃ τὴν στάση τοῦ Μακράκη, ὁ ὁποῖος ἐμήνυσε δυὸ ἱερεῖς, οἱ ὁποῖοι ὑπενθύμισαν στὸν κόσμο ὅτι εἶναι μὲν ἐλεύθεροι νὰ ἀκούσουν τὸν Μακράκη, ἀλλὰ νὰ ξεύρουν ὅτι «ἔχει ἀποκηρυχθῆ ὑπὸ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ὡς κακόδοξος καὶ ἀπειθής». Καὶ στὴν συνέχεια γράφει:
«Ὁ κ. Μακράκης εἶναι ἔκπτωτος δι᾿ ὅλην τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν. Τὸ ἠξεύρει καὶ προσποιεῖται ὅτι τὸ ἀγνοεῖ... Ἡ καινοδοξία δὲν εἶναι ἐν χώρῳ καὶ χρόνω, δὲν ὁρμᾶται ἀποκλειστικῶς ἐξ Ἀμερικῆς ἢ ἐξ Ἀγγλίας, ἡ καινοδοξία εἶναι ἐν τῇ γνώμῃ καὶ ἐν τῇ φρενί... καὶ ὁ κ. Μακράκης, ὅστις περιέρχεται τὰς πόλεις καὶ τὰ χωρία ἑρμηνεύων κατὰ τὴν ἰδίαν αὐτοῦ φαντασίαν τὰς Ἱερὰς Γραφάς, ἄνευ κύρους, ἄνευ ἀδείας καὶ ἐγκρίσεως ἐκκλησιαστικῆς.... Τί τοῦ ψιθυρίζουν εἰς τὸ οὖς, τοῦ κ. Μακράκη, τὰ ἀρχοντικὰ δαιμόνια, τὰ πονηρότατα καὶ πεισμονέστατα τῶν δαιμονίων! Ποῖος Μητροπολίτης, ποία Σύνοδος δύναται ποτὲ ν᾿ ἀναγνωρίσῃ τὸν κ. Μακράκην ὡς ὀρθόδοξον, ἐὰν οὖτος δὲν προσέλθῃ ἁπλῶς καὶ καθαρῶς, ἐν ταπεινώσει, ἄνευ σοφισμάτων καὶ ἄνευ ὑστεροβουλίας, ἐὰν δὲν προσπέσῃ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν νὰ εἴπῃ τὸ ἥμαρτον, ν᾿ ἀποπτύσῃ τὸ τρισύνθετον καὶ πᾶσαν ἄλλην κακοδοξίαν, καὶ νὰ εἴπῃ ὅτι μετανοεῖ εἰλικρινῶς; Ὡς ἴσος πρὸς ἴσην τολμᾷ νὰ διαπραγματεύηται πρὸς τὴν Ἐκκλησίαν, ἢ ἔτι θρασύτερον, ὡς θεραπαινίδα θέλει νὰ τὴν μεταχειρισθῆ ὁ ἀγχίστροφος διαλεκτικός, ὁ πολύπλαγκτος ἀγορητής, ἀξιῶν, ἵνα ἡ Ἐκκλησία αὐτὴ καὶ ὄχι ὁ Μακράκης ὁμολογήσῃ ὅτι ἔσφαλε νὰ τὸν ἀποκηρύξη! Οἶον ἐξαίσιον πτῶμα! Οἶος κρημνός!».
Καὶ ὅταν οἱ Μακρακισταὶ ἀντέδρασαν, ὁ Παπαδιαμάντης εἶναι ἀφοπλιστικὸς στὰ ἐπιχειρήματά του, ποὺ δὲν εἶναι στοχαστικά, ἀλλὰ ἐκκλησιολογικά: «Τί μὲ προκαλεῖτε εἰς συζήτησιν περὶ τοῦ ἂν εἶσθε αἱρετικοὶ ἢ ὄχι; Ἡ Ἐκκλησία σᾶς ἀπεκήρυξεν. Ἐπὶ δεδικασμένου συζήτησις δὲν δύναται νὰ γίνῃ».
Τὸ κυριότερο γνώρισμα τοῦ Παπαδιαμάντη, ἀπὸ ὅπου ἀντλεῖται ἡ ἄποψή του γιὰ τὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ ἡ αἴσθηση μὲ τὴν ὁποία πλησίαζε τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ σαφῶς λέγεται ἡσυχαστική, φιλοκαλική, εἶναι ὅτι ὅλη του ἡ προσωπικότητα εἶναι λιβανισμένη, καὶ αὐτὸ τὸ ἄρωμα τοῦ ἁγιορείτικου λιβανιοῦ βγαίνει καὶ προχέεται ἀπὸ τὴν καρδιά του στὸ σῶμα, στὰ δάκτυλα, στὸ μολύβι καὶ στὰ γραπτά του. Τὰ κείμενά του εἶναι «λιβανάτα» ἀπὸ τὸ μοσχοθυμίαμα τῆς λατρείας, τῆς προσευχῆς. Ἔχει τὸ ἦθος τῆς λατρείας, τῆς ὑμνῳδίας. Αὐτὴ ἡ λατρεία τὸν ἔκανε νὰ παραμείνη ὀρθόδοξος στὸ φρόνημα, στὸ ἦθος σὲ ὅλη του τὴ ζωή.
Σὲ πολλὰ κείμενά του φαίνεται καθαρὰ ὅτι συνεχῶς ἔψαλε τὰ «Τραγούδια τοῦ Θεοῦ». Εἶναι πολὺ χαριτωμένο τὸ κείμενό του «Τραγούδια τοῦ Θεοῦ», ποὺ στὴν πραγματικότητα περιγράφει μιὰ κοινωνία ποὺ συναντιόταν στὸν Ναὸ τοῦ ἁγίου Ἐλισσαίου καὶ ἔπειτα στὰ σπίτια, μέσα στὰ ὁποῖα μεταφερόταν τὸ ἦθος τῆς λατρευτικῆς καὶ εὐχαριστιακῆς κοινότητας. Ὁ Παπαδιαμάντης ἔψελνε στὰ σπίτια ποὺ ἔμπαινε ὥστε ἡ Μαρία τῆς Ρηνούλας νὰ πῇ:
«– Αὐτὰ δὲν εἶναι τροπάρια ποὺ ψέλνετε κύριε.
– Ἀλλὰ τί εἶναι κορίτσι μου; ἠρώτησα.
– Αὐτὰ εἶναι σὰν γλυκὰ γλυκὰ τραγουδάκια».
Καὶ αὐτὰ τὰ τραγουδάκια τοῦ Θεοῦ ἦταν τὸ τροπάριο τοῦ Κανόνος τοῦ Πάσχα «Ἀναστάσεως ἡμέρα λαμπρυνθῶμεν λαοί, Πάσχα Κυρίου Πάσχα».
Ἀλλὰ καὶ ἡ Ἀγγελικούλα τοῦ φίλου του Μπούκη τοῦ εἶπε: «Ἐσὺ μπαρμπ᾿ Ἀλέξανδρε, ψέλνεις τὰ τραγούδια τοῦ Θεοῦ».
Ἡ Ἀγγελικούλα, γράφει ὁ Παπαδιαμάντης, «μὲ ἤκουε νὰ ψάλλω συνεχῶς «Τραγούδια τοῦ Θεοῦ», εἰς τὸν πενιχρὸν νυκτερινὸν ναΐσκον, ὅπου ἐσύχναζε τακτικὰ μὲ τὴν μητέρα της. Ἐκοιμᾶτο μὲς στὸ στασίδι, εἰς τὸν γυναικωνίτην, τὴν ὥρα τῶν ἀποστίχων, ἐξύπνα μετὰ δυὸ ὥρας εἰς τὸν Πολυέλεον, κ᾿ ἔκτοτε δὲν ἤθελε νὰ κοιμηθῆ πλέον. Ἦτο μία μετὰ τὰ μεσάνυχτα».
Ἡ μικρὴ Ἀγγελικούλα ἕνδεκα ἐτῶν ἦταν ἄρρωστη βαρειά. Τὴν ἐπισκέφθηκε ὁ Παπαδιαμάντης καὶ ἐκείνη τοῦ εἶπε:
«Ἂ μπάρμπ᾿ Ἀλέξανδρε, ἐψέλλισεν ἀσθενῶς. Πότε θὰ μοῦ πῇς πάλι τὰ θεῖα ... τραγούδια;
–Ὅποτε θέλεις, Κούλα μου. Ἅμα γίνῃ ἀγρυπνία εἰς τὸν Ἅγιον Ἐλισσαῖον νὰ ἔλθῃς, νὰ σοῦ τὰ πῶ.
–Νὰ μοῦ τὰ πῇς. Μὰ θὰ τ᾿ ἀκούσω;
– Ἅμα προσέχῃς, θὰ τ᾿ ἀκούσης...
– Ὤχ!
Ἔστεναξεν, ἔκλεισε τὰ ὄμματα, καὶ δὲν μοῦ ὡμίλησε πλέον. Ἐφαίνετο ὅτι εἶχε πολὺ κουρασθῆ (ἔφερεν ἀσθενῶς τὴν ἰσχνὴν χεῖρα πρὸς τὸ οὖς ἐνῷ ἐψέλλιζε. Φαίνεται ὅτι εἶχε πάθει βαρυηκοΐαν ἕνεκα τῆς νόσου). Τῆς ἔφεραν χρῖσμα, ἔλαιον ἀπὸ τὴν κανδήλαν. Αὐτὴ ἀνέλαβε πρὸς στιγμὴν τὰς αἰσθήσεις της, κ᾿ ἐψιθύρισε:
–Μοσχοβολᾶ ἡ ψυχή μου. Λάδι, γαλήνη, ἠρεμία. Θὰ πλέψω καλά».
Μετὰ τὸν θάνατό της ὁ Παπαδιαμάντης ἔψαλε τὰ τραγούδια τοῦ Θεοῦ στὴν ἁγνὴ Ἀγγελικούλα. Γράφει στὸ κείμενό του:
«Μετὰ τρεῖς ἡμέρας τὴν προεπέμπομεν εἰς τὸν τάφον. Οἱ ἐπαγγελματικοὶ ἱερεῖς κ᾿ οἱ ψάλται ἔψαλλον τὰ κατὰ συνθήκην, ἀπὸ τὴν "Ἄμωμον ὁδόν" ἕως τὸν "Τελευταῖον ἀσπασμόν". Μόνος ὁ πάπα-Νικόλας ἀπ᾿ τὸν Αϊ-Γιάννη τοῦ Ἀγροῦ, ὁ Ναξιώτης, ἐφαίνετο ὅτι ἔκανε χωριστὴν ἀκολουθίαν, ἐμορμύριζε μέσα του, καὶ τὰ ὄμματά του ἐφαίνοντο δακρυσμένα.
–Τί μουρμουρίζεις, παπά; τοῦ εἶπα, ἀπὸ τὸ ὄπισθεν τοῦ στασιδίου, ὅπου εἶχεν ἀκουμβήσει.
–Λέγω τὴν ἀκολουθίαν τῶν Νηπίων μέσα μου, εἶπεν ὁ πάπα-Νικόλας. Εἰς αὐτὸ τὸ ἄκακον ἁρμόζει ἡ κηδεία τῶν νηπίων.
Τωόντι κ᾿ ἐγώ, μὲ ὅλον τὸν πόνον καὶ τὰ δάκρυά μου, εἶχα ἀναλογισθῆ ἐκείνην τὴν στιγμὴν τὴν ἀκολουθίαν τῶν Νηπίων. Καὶ ἀκουσίως ἔλεγα μέσα μου τὰ τραγούδια τοῦ Θεοῦ: "Τῶν τοῦ κόσμου ἠδέων ἀναρπασθὲν ἄγευστον" καὶ "ὡς καθαρόν, Δέσποτα, στρουθίον πρὸς καλιὰς ἐπουρανίους ἔσωσας" καὶ "τοῦ Ἀβραάμ, ἐν κόλποις, ἐν τόπος ἀνέσεως, ἔνθα τὸ ὕδωρ ἐστὶ τὸ ζῶν, τάξαι σὲ Χριστὸς ὁ δι᾿ ἡμᾶς νηπιάσας" καὶ "οἷς ἀριθμοῖς τὸ πλάσμα σου, νήπιον φοιτῆσαν τανῦν πρὸς σέ"».
Ὁ Παπαδιαμάντης ζοῦσε τὴν Ἐκκλησία ὡς θεραπευτικὴ κοινότητα, καὶ ὄχι ὡς χῶρο ἐκφράσεως τῶν συναισθημάτων του, τὴν ζοῦσε μὲ τὶς ἀγρυπνίες, τὶς προσευχές, μὲ τὸν κόσμο γύρω του, ποὺ κοιμόταν μέσα στὸν ναὸ σὰν νὰ βρισκόταν στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μάννας τους, μὲ τὴν ψαλμῳδία καὶ στὰ σπίτια. Ὅλη αὐτὴ ἡ πνευματικὴ ἐκκλησιαστικὴ οἰκογένεια λειτουργεῖ θεραπευτικά, εὐχαριστιακά.
Ὁ Παπαδιαμάντης ἤθελε τὴν ἁπλότητα, τὴν ἠρεμία, τὴν ἡσυχία, τὴν ταπείνωση. Ἔτσι ἔνιωθε καὶ τὴν λατρεία. Γι᾿ αὐτὸ γράφει στὸ κείμενό του μὲ ἐπιγραφὴ «φωνὴ αὔρας λεπτῆς»:
«Ὅλα ταῦτα εἶναι ὡς μηδὲν ἐνώπιον τῆς θείας μεγαλειότητος, ὁ δὲ Θεὸς ηὐδόκησε νὰ φανερωθῆ κ᾿ ἐφανερώθη ὡς πρᾶος ταπεινὸς Ἰησοῦς. Τοῦτο προεσήμαινεν ἡ θεοφάνεια ἡ γενομένη εἰς τὸν Θεσβίτην Ἠλίαν ἐπὶ τοῦ ὄρους Χωρήβ. Ὁ Θεὸς ἐφανερώθη εἰς τὸν Προφήτην ὄχι ἐν τῷ πνεύματι τῷ βιαίῳ, ὄχι ἐν τῷ συσσεισμῷ, ὄχι ἐν πυρί, ἀλλ᾿ ἐν φωνῇ αὔρας λεπτῆς. Καὶ ἡ φωνὴ τῆς αὔρας τῆς λεπτῆς εἶναι ἡ φωνὴ τοῦ πράου Ἰησοῦ, εἶναι ἡ φωνὴ τοῦ Εὐαγγελίου.
Διὰ τοῦτο, λέγει ὁ μελῳδός, «Ἰησοῦ τῷ πράῳ ψάλλομεν». Καὶ διὰ τοῦτο, θαρρούντως ἐπιφέρομεν ἡμεῖς, ὀφείλομεν νὰ ψάλλωμεν ἐν Ἐκκλησίᾳ μὲ πραείας φωνάς, μὲ φωνὴν αὔρας λεπτῆς, καὶ ὄχι μὲ πολυφωνίας καὶ παραφωνίας, αἵτινες ὁμοιάζουν μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνέμου τὸ βίαιον καὶ μὲ τὸν συσσεισμόν, μέσῳ τῶν ὁποίων δὲν ἐφανερώθη ὁ Θεός.
"Οὐκ ἐν τῷ συσσεισμῷ, Κύριος ... οὐκ ἐν τῷ πυρὶ Κύριος· καὶ μετὰ τὸ πῦρ, φωνὴ αὔρας λεπτῆς· καὶ ἐκεῖ Κύριος"».
Τὸ ἦθος αὐτὸ τοῦ Παπαδιαμάντη ἦταν ἦθος φιλοκαλικό, ἁγιορείτικο. Τὸν ἔχει πληγώσει βαθειὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος σὲ ὅλη του τὴν ζωή. Ζοῦσε μέσα στὴν Ἀθήνα καὶ γενικὰ στὸν κόσμο, ἀλλὰ ἀσπαζόταν τὸν Ἄθωνα, γιὰ τὴν ζωὴ ποὺ περικλείει. Γράφει σὲ ἕνα κείμενό του:
«Ἀπὸ τῶν νεωτέρων Ἀθηνῶν, πόλεως ἀναγεννηθείσης διὰ τοῦ κηρύγματος τοῦ οὐρανοβάμονος Παύλου, πέμπομεν μυστηριώδη ἀσπασμὸν εἰς τὰς ὑπωρείας καὶ τὰς φάραγγας τοῦ μεγαλοπρεποῦς Ἄθω, μὲ τὰς δροσερὰς κρήνας, μὲ τὰς χιλιετεῖς κυπαρίσσους, μὲ τὰ αἰώνια δάση τῶν καστανεῶν, μὲ τοὺς μινυρισμοὺς τῶν ἀπειραρίθμων ἀηδόνων, ὅπου Ἕλλην ψάλτης, ὁ Κουκουζέλης, ᾄδων ἐκίνει τὰς αἶγας καὶ τοὺς ἄρνας, ὡς ὁ μυθολογούμενος Ὀρφεύς, ὅπου ἡ σκέπη τῆς Παναγίας ἐπισκιάζει ὡς ἄλλοτε ἐν τῇ βασιλευούσῃ τῶν πόλεων, ὅπου ζῇ καὶ θάλλει ἡ ἱερὰ παράδοσις τοῦ μεσαιωνικοῦ Ἑλληνισμοῦ, καὶ ὅπου ἔχει τὴν κοιτίδα μία ὑψηλὴ ποίησις, ἡ ποίησις ἡ χριστιανική, ἥτις δὲν ἔπαυσε ποτὲ νὰ ἐμπνέῃ καὶ νὰ παρηγορῇ τους θιασώτας αὐτῆς, ἐν τῷ ἀνθρωπίνῳ βίῳ»"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου