π. Ανανία Κουστένη
Εκτη Κυριακή από το Πάσχα, Κυριακή του Τυφλού, η σημερινή. Πολύ συγκινητική είναι η ευαγγελική περικοπή (Ιωάννου κεφ. θ', 1-3). Ο Ιησούς Χριστός, ο Κύριος, εθεράπευσε έναν τυφλόν εκ γενετής. Του έφτιαξε μάτια και του χάρισε και το φως το αισθητό και στη συνέχεια του χάρισε και το φως της ψυχής του. Αυτός είναι ο Κύριος,μας αγαπά και μας φροντίζει όλους απεριόριστα. Διωγμένος απ' την κακία των Ιουδαίων,έφευγε από την Ιερουσαλήμ ο ευγενέστατος Κύριος και στον δρόμο συνάντησε τον εκ γενετής τυφλόν, ο οποίος ζητιάνευε. Και ως Θεός, ο Κύριος Ιησούς, είδε την ψυχή και τον βίο και τα πάντα στον τυφλό, και αντελήφθη πως μέσα σ' αυτόν τον ζητιάνο και ταλαίπωρο συνάνθρωπό μας υπήρχε ένας μεγάλος θησαυρός, ένας μεγάλος ομολογητής της πίστεως και υπερασπιστής της θείας αληθείας.
Ο Κύριος μας βλέπει όλους. Αυτό να το ξέρομε. Και μάλιστα, όταν είμαστε δύσκολα,μας βοηθάει πολύ. Οταν όλοι μάς έχουν αφήσει, κι ο ίδιος ο εαυτός μας, και το κακό μάς πολεμάει, ας γνωρίζομε ότι δίπλα μας και μέσα μας είναι ο Παντοδύναμος Κύριος,η καλύτερη και ασφαλέστερη παρέα. Χωρίς να Του το ζητήσει ο Τυφλός, ο Κύριος έφτυσε κάτω κι έφτιαξε λάσπη με το χώμα και το πτύσμα. Αλειψε τις κόγχες των ματιών του Τυφλού και τον έστειλε νανιφτεί στην κολυμβήθρα, στη λίμνη του Σιλωάμ. Κι εκείνος, ο καλόψυχος, το έκαμε.
Επήγε, ενίφτη, εθεραπεύθη και γύρισε στο σπίτι του. Από κει και πέρα, όμως, αρχίζουν, θα λέγαμε, το μαρτύριό του, η υπομονή του αλλά και η δόξα του. Πρώτα οι γείτονες άρχισαν να τον πολιορκούν, να τον ρωτάνε. Και δικαίως. Υστερα οι Φαρισαίοι. Κι αυτοί που μισούσαν τον Χριστό προσπαθούσαν, όχι να αμφισβητήσουν το θαύμα, γιατί δεν μπορούσαν -αν μπορούσαν θα το έκαναν- αλλά να αμφισβητήσουν τον Θαυματοποιό, τον Ιδιο τον Χριστό μας. Είναι μεγάλο κακό όταν φωλιάσουν ο εγωισμός, ο φθόνος και το μίσος στις ψυχές των ανθρώπων. Είναι η ίδια η κόλαση. Είναι μεγάλη ταλαιπωρία, κι είναι καταστροφή για τον άνθρωπο και για την παρούσα ζωή του και κυρίως για τη μέλλουσα. Κι άρχισαν, λοιπόν, να ανακρίνουν! Να ανακρίνουν! Με φθόνο και κακία, με δολοπλοκία, τον θεραπευμένο συνάνθρωπό τους, αντί να τον συγχαρούν, δηλαδή να χαρούνε μαζί του, για το καλό που του έκαμε ο Χριστός, και αντί να τρέξουν να βρουν τον Κύριο, να Τον ευχαριστήσουν, γιατί βοήθησε έναν συνάνθρωπό τους και βοήθησε και την κοινωνία έτσι, χαρίζοντας σ' αυτήν ένα μέλος άρρωστο, χαρίζοντάς το πλέον υγιές. Τίποτα απ' αυτά. Τον κάλεσαν, λοιπόν, πάλι και πάλι και πάλι. Και προσπαθούσαν ν' αμφισβητήσουν τον Θαυματουργό, τον Χριστό μας. Εκείνος, όμως, τον υπερασπιζότανε με τον καλύτερο τρόπο, με τη μεγαλύτερη πίστη, με τα πιο ατράνταχτα λογικά και θεολογικά επιχειρήματα, σε σημείο που στο τέλος τους εξενεύρισε. Και τότε εφάρμοσαν τον διωγμό.
Τον έβγαλαν έξω από κει που ήτο και τον ανέκριναν. Και η ψυχούλα έφυγε νικητής.Υπερασπίστηκε τον άγνωστο ευεργέτη του, Τον υπερασπίστηκε με όλη του την ψυχή. Ετσι είναι. Αμα κάποια ψυχή είναι εκ Θεού, κι έχει αγαθότητα και καλοσύνη κι ομορφιά, κι «αγάπη κι έρωτας καλού στα σπλάχνα του φωλιάζουν», που θα 'λεγε ο εθνικός μας ποιητής, τότε υπερασπίζεται μ' όλη του την ψυχή και τη φωνή και τη δύναμη τον φιλάνθρωπο Χριστό μας, τον Πανευεργέτη μας, τη χαρά μας τη μέγιστη. Κι ο Κύριος τον ξαναβρήκε δεύτερη φορά, αφού τον είχαν διώξει κι αφού είχε ομολογήσει και ντροπιάσει τους εχθρούς του. Και τον ερώτησε αν πιστεύει στον Υιό του Θεού. Εκείνος, καλόγνωμος και ταπεινός, ανάμεσα στην πίστη και στην απιστία, Του είπε: «Ποιος είναι, Κύριε, να τον πιστέψω;». Κι ο Κύριος έμμεσα του απαντά: «Και τον είδες, και αυτός που σου μιλάει, εκείνος είναι». Δεν του είπε: «Εγώ είμαι». Και ο τυφλός, ο τέως τυφλός, του απάντησε: «Πιστεύω, Κύριε». Τον ομολόγησε Κύριο και Θεό, Θεάνθρωπο, φιλάνθρωπο, θαυματουργό, και Τον προσκύνησε λατρευτικά. Αμποτε και ημείς, αγαπημένοι αδελφοί, να 'χουμε τη χάρη και την ευλογία αυτού του ανθρώπου, του τέως τυφλού, και άμποτε και τα δικά μας μάτια ν' ανοίξουν, να δούμε το Χριστό μας, τον υπέροχο Ευεργέτη μας και να Τον προσκυνήσουμε λατρευτικά. Χριστός Ανέστη!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου