Κατά τους Πατέρες, με τα μνημόσυνα παρέχεται όνησις δηλαδή ωφέλεια αλλά δεν ξέρουμε όμως τι είδους ωφέλεια είναι αυτή. Τα μνημόσυνα είναι η προσευχή των ζώντων μελών που καταδεικνύει αγάπη και κοινωνία για τους απελθόντες. Οι ζώντες με τους κεκοιμημένους γίνονται αγκαλιά εις δόξα Κυρίου. Για τον Θεό είμαστε πρόσωπα μοναδικά γι’ αυτό και όταν πηγαίνουμε κόλλυβα στον ναό δίνουμε και το χαρτάκι με τα ονόματα. Φυσικά μπορεί να έχουμε αρκετές φορές το ίδιο όνομα και φυσικά το γράφουμε ξεχωριστά, διότι ο άνθρωπος είναι ξεχωριστός και μοναδικός. Αυτή η προσευχητική κοινωνία είναι ουράνια κατάσταση. Δεν αποκόπτουμε τους κεκοιμημένους από τους ζώντες, διότι «προσδοκώ ανάσταση νεκρών και ζωή του μέλλοντος αιώνος αμήν» μας λέει το Σύμβολο της πίστεως. Η Αγία μας Εκκλησία νοιάζεται για όλους γι’ αυτό και τα ψυχοσάββατα είναι ξεχωριστή ημέρα να θυμηθούμε και να προσευχηθούμε για τους κεκοιμημένους αδερφούς μας.
Τα Ψυχοσάββατα στην εκκλησιαστική μας παράδοση υπάρχουν δύο. Το ένα είναι το Σάββατο προ των Απόκρεω και το δεύτερο, το Σάββατο προ της Πεντηκοστής. Το Ψυχοσάββατο μας υπενθυμίζει τη διάσταση της αιώνιας ζωής, που φωτίζει και την επίγεια.
Κατά τα δύο μεγάλα Ψυχοσάββατα η Εκκλησία μας καλεί σε μία παγκόσμια ανάμνηση «πάντων των απ’ αιώνος κοιμηθέντων ευσεβώς επ’ ελπίδι αναστάσεως ζωής αιωνίου». Μνημονεύει:
* Όλους εκείνους που υπέστησαν «άωρον θάνατον», σε ξένη γη και χώρα, σε στεριά και σε θάλασσα.
* Εκείνους που πέθαναν από λοιμική ασθένεια, σε πολέμους, σε παγετούς, σε σεισμούς και θεομηνίες.
* Όσους κάηκαν ή χάθηκαν.
* Εκείνους που ήταν φτωχοί και άποροι και δεν φρόντισε κανείς να τούς τιμήσει με τις ανάλογες Ακολουθίες και τα Μνημόσυνα.
Μέρα ξεχασμένη για τους πολλούς του κόσμου. Ο θάνατος είναι άλλωστε για τη νοοτροπία της εποχής μας το τέρμα. Οι κεκοιμημένοι μάς πονούν, αλλά πρέπει να ζήσουμε. Να προχωρήσουμε. Και το μνημόσυνο είναι μόνο ατομική υπόθεση. Όταν συμπληρώνονται οι μέρες, οι σαράντα, ο χρόνος, θυμόμαστε. Πάμε στο ναό. Έρχονται και όσοι μας αγαπούν και όσοι αγαπούσαν τον κεκοιμημένο. Και φτάνει. Γιατί άραγε όλοι μαζί, να έχουμε δύο ημέρες το χρόνο στις οποίες να θυμόμαστε πάντας τους κεκοιμημένους. Έτσι δεόμεθα υπέρ μακαρίας μνήμης και αιωνίου αναπαύσεως πάντων των απ’ αιώνος κεκοιμημένων ορθοδόξων χριστιανών, βασιλέων, πατριαρχών, αρχιερέων, ιερέων, ιερομονάχων, μοναχών, γονέων, προγονέων, πάππων, προπάππων, διδασκάλων, αναδόχων ημών εν τη πίστει.
Ας βρεθούμε το απόγευμα της Παρασκευής και το πρωί του Σαββάτου στο ναό της γειτονιάς μας. Μεγαλύτεροι και μικρότεροι. Πρέπει να ζήσουμε, αυτό είναι δεδομένο. Έτσι κι αλλιώς ο θάνατος για μας δεν είναι τέρμα, αλλά μια στάση και ένα πέρασμα, ένα Πάσχα. Τη στάση την περνάμε μόνοι μας, ακόμη κι αν έχουμε την ώρα του θανάτου κοντά μας αυτούς που μας αγαπούνε. Ο θάνατος είναι η προσωπική μας έξοδος, στην οποία κανείς δεν μπορεί να βοηθήσει, να καταλάβει, να συντροφεύσει. Μία ροπή όμως είναι η στάση. Και μπαίνουμε στο πέρασμα της ανάστασης. Συντροφευμένοι από όσους έχουν προηγηθεί και πρωτίστως όσους αγάπησαν το Θεό και τον άνθρωπο. Κι αυτοί θα μας οδηγήσουν στο να αναγνωρίσουμε Εκείνον που θανάτω τον θάνατον επάτησε.
Σχετικά με τα Κόλλυβα
Τά κόλλυβα είναι σιτάρι βρασμένο. Έχουν τή μορφή στολισμένου δίσκου ή πιάτου μέ ξηρούς καρπούς, καρύδια, σταφίδα, ρόδι καί κυρίως ζάχαρη. Συμβολίζουν τήν κοινή μας ανάσταση. Όπως ο σπόρος τού σιταριού πέφτει στή γή, θάβεται, χωνεύεται, σαπίζει καί στή συνέχεια φυτρώνει καλύτερος καί ωραιότερος, έτσι καί τό νεκρό σώμα τού ανθρώπου θάβεται στή γή, λιώνει καί σαπίζει, γιά νά αναστηθή καί πάλι άφθαρτο, ένδοξο καί αιώνιο. Αυτήν τήν εικόνα μάς δίδει ο απόστολος τών εθνών Παύλος στήν Α΄ πρός Κορινθίους επιστολή, καθώς καί ο Χριστός γιά τήν Ανάστασή Του. “Αμήν αμήν λέγω υμίν, εάν μή ο κόκκος τού σίτου πεσών εις τήν γήν αποθάνη, αυτός μόνος μένει? εάν δέ αποθάνη πολύν καρπόν φέρει”.(Ιω. 12,24).
Δυστυχώς, η ουσιαστική αυτή προσφορά πρός τούς κεκοιμημένους αδελφούς μας, τόσο από λειτουργική όσο καί από σωτηριολογική οπτική, τά τελευταία χρόνια έχει υποστεί αλλοιώσεις καί διαφοροποιήσεις πού τείνουν νά απαξιώσουν τή σημασία καί τό μέγεθος τού Μυστηρίου. Ο χαρακτήρας τών κολλύβων έχει από πολλούς αλλοιωθεί μέ τήν ανοχή, αλλά καί τήν παρότρυνση, σέ μερικές περιπτώσεις, τών υπευθύνων ανθρώπων τής Εκκλησίας, πού χαράζουν μιά διαφορετική γραμμή από αυτήν τής παραδόσεως. Έτσι δυστυχώς παρουσιάζεται μιά εικόνα κωμικοτραγική, πού ουδόλως συνάδει μέ τό πνεύμα καί τή σημασία τού Σαββάτου τών ψυχών.
Αντί, λοιπόν, κολλύβων, γεμίζει ο Ιερός Ναός μέ πάσης φύσεως πίττες καί γλυκίσματα. Πρόσφορα, κουλούρια καί τσουρέκια, έως φρούτα εποχής από τόν μανάβη, τά εποχιακά ροδάκινα, κεράσια καί βερίκοκα, συνθέτουν εικόνα απρέπειας πρός τό Ναό καί προσβολής πρός τήν μνήμη τών κεκοιμημένων. Οι γιαγιάδες μας τά παλαιότερα χρόνια, προσέφεραν κεράσματα, πίττες καί γλυκά κατά τά Ψυχοσάββατα, αλλά έξω, στήν αυλή τής Εκκλησίας. Μέσα στό Ναό, προσκόμιζαν τά κόλλυβα μόνο γιά τήν ακολουθία.
Ας Τον παρακαλέσουμε λοιπόν. Και των κεκοιμημένων μνημόνευσον Σωτήρ μου, εν δόξη όταν έλθης. Των δικών μας και όλων των ανθρώπων. Να συναντιόμαστε στην αγάπη Σου!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου