Λέγει λοιπόν ὁ ἀββᾶς Κασσιανός: «Θυμᾶμαι ὅτι κάποτε, ὅταν ἤμουν νέος, πῆγα στά μέρη τῆς Θηβαΐδας, ὅπου ἔμενε ὁ μακάριος Ἀντώνιος.
Εἶχαν μαζευτεῖ γέροντες κοντά του καί συζητοῦσαν γιά τήν τελειότητα τῆς ἀρετῆς, ποιά ἄραγε νά εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀπό τίς ἀρετές πού μπορεῖ νά μᾶς προφυλάξει ἀπό τά δίχτυα καί τήν ἀπάτη τοῦ διαβόλου.
Ὁ καθένας λοιπόν ὅπως τό σκεφτόταν ὁ νοῦς του, ἔλεγε τή γνώμη του.
Καί ἄλλοι ἔλεγαν, ἡ νηστεία καί ἡ ἀγρυπνία, ἄλλοι ἔλεγαν, ἡ ἀκτημοσύνη καί ἡ καταφρόνηση τῶν πραγμάτων, γιατί ἔτσι ἡ διάνοια ἐλευθερώνεται ἀπό τά πολύπλοκα σχοινιά τῆς κοσμικῆς φροντίδας καί μπορεῖ εὐκολότερα νά προσεγγίζει τόν Θεό.
Ἄλλοι προτίμησαν τήν ἀρετή τῆς ἐλεημοσύνης, γιατί ὁ Κύριος λέει στά Εὐαγγέλια: “Ἐλᾶτε οἱ εὐλογημένοι ἀπό τόν Πατέρα μου, κληρονομήσετε τή βασιλεία πού ἔχει ἑτοιμαστεῖ γιά σᾶς ἀπό τόν καιρό τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου, γιατί πείνασα καί μοῦ δώσατε φαγητό κ.λπ.”.
Καί ὁ καθένας ἔλεγε μέ αὐτό τόν τρόπο διάφορες ἀρετές, μέ τίς ὁποῖες κατά τή γνώμη του μποροῦσε νά προσεγγίσει ὁ ἄνθρωπος τόν Θεό, καί πέρασε τό μεγαλύτερο μέρος τῆς νύχτας μέ τή συζήτηση αὐτή.
Τελευταῖος ἀπό ὅλους ἀποκρίθηκε ὁ μακάριος Ἀντώνιος: “Ὅλα αὐτά πού εἴπατε, καί ἀναγκαῖα εἶναι καί συμφέροντα γιά ἐκείνους πού ζητοῦν τόν Θεό.
Ἀλλά δέν μᾶς ἐπιτρέπεται νά δώσουμε σ’ αὐτές τίς ἀρετές τά πρωτεῖα, ἐπειδή ἔχουμε δεῖ πολλούς πού ἔκαναν μεγάλες νηστεῖες καί ἀγρυπνίες καί ἀποτραβήχτηκαν στήν ἔρημο, καί εἶχαν τέλεια ἀκτημοσύνη, ὥστε μηδέ τήν καθημερινή τροφή τους νά κρατοῦν γιά τόν ἑαυτό τους, καί τήν ἐλεημοσύνη καί πού ὕστερα ξέπεσαν ἀξιολύπητα ἀπό τήν ἀρετή καί γλίστρησαν στήν κακία.
Ποιό λοιπόν εἶναι ἐκεῖνο πού τούς ἔκανε νά πλανηθοῦν ἀπό τόν ἴσιο δρόμο; Ὄχι τίποτε ἄλλο, κατά τό δικό μου συμπέρασμα καί τή γνώμη μου, παρά τό ὅτι δέν εἶχαν τήν ἀρετή τῆς διακρίσεως.
Γιατί ἡ διάκριση διδάσκει τόν ἄνθρωπο ν’ ἀφήνει τίς ὑπερβολές κι ἀπό τά δύο μέρη καί νά βαδίζει τό βασιλικό δρόμο.
Καί οὔτε ἐπιτρέπει μέ τήν ἄμετρη ἐγκράτεια νά ἐξαπατᾶται κανείς ἀπό τά δεξιά, οὔτε πάλι νά σέρνεται στήν ἀδιαφορία καί χαλαρότητα ἀπό τ’ ἀριστερά.
Καί εἶναι ἡ διάκριση ἕνα μάτι τῆς ψυχῆς καί λυχνάρι, κατά τό Εὐαγγέλιο πού λέει: “Τό λυχνάρι τοῦ σώματος εἶναι τό μάτι. Ἄν λοιπόν τό μάτι σου γίνει ἁπλό, θά εἶναι φωτεινό ὅλο τό σῶμα σου.
Ἄν ὅμως τό μάτι σου εἶναι σκοτεινό, ὅλο τό σῶμα σου θά εἶναι σκοτεινό”.
Ἔτσι ἔχει τό πρᾶγμα. Ἐπειδή ἡ διάκριση, ἀφοῦ ἐξετάσει ὅλες τίς σκέψεις καί τίς πράξεις τοῦ ἀνθρώπου, διακρίνει καί ξεχωρίζει κάθε τί κακό καί μή ἀρεστό στό Θεό και ἀπομακρύνει την πλάνη».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου