30 Ιανουαρίου 2013

Το γράμμα της αγάπης του Πατέρα


Παιδί μου …..


Μπορεί να μην με γνωρίζεις, αλλά εγώ ξέρω τα πάντα για σένα….Ψαλμοί 139:1
Γνωρίζω πότε είσαι καθιστός και πότε όρθιος.... Ψαλμοί 139:2 Ξέρω κάθε βήμα σου… Ψαλμοί 139:3

Ακόμη και οι τρίχες του κεφαλιού σου είναι μετρημένες… Ματθαίος 10: 29-31
Γιατί φτιάχτηκες κατ’ εικόνα μου… Γένεσις 1:27
Μέσα σ’εμένα ζεις, κινείσαι και υπάρχεις…Πράξεις 17:28
Σε γνώριζα πριν ακόμη διαμορφωθείς στην μήτρα της μητέρας σου…Ιερεμίας 1:4-5
Σε διάλεξα όταν σχεδίαζα την δημιουργία… Εφεσίους 1:11-12
Δεν ήσουν ένα λάθος…. Ψαλμοί 139:15-16
Γιατί όλες οι μέρες σου είναι γραμμένες στο βιβλίο μου…. Ψαλμοί 139:15-16
Εγώ όρισα την ακριβή ώρα της γέννησης σου και που θα ζούσες ….Πράξεις 17:26
Γιατί φοβερά και θαυμάσια πλάστηκες…. Ψαλμοί 139:14
Εγώ σε διαμόρφωσα στη μήτρα της μητέρας σου…. Ψαλμοί 139:13
Και σε έφερα στον κόσμο την ημέρα που γεννήθηκες….. Ψαλμοί 71:6
Με έχουν παρουσιάσει λάθος άνθρωποι που δεν με γνωρίζουν….Ιωάννη 8:41-44
Δεν είμαι απόμακρος και θυμωμένος αλλά είμαι η απόλυτη έκφραση της αγάπης….. Α Ιωάννη 4:16
Και είναι επιθυμία μου να σε κατακλύσω με την αγάπη μου….. Α Ιωάννη 3:1
Απλά επειδή είσαι παιδί μου και είμαι ο πατέρας σου….. Α Ιωάννη 3:1
Σου προσφέρω περισσότερα από όσα θα μπορούσε ποτέ να σου προσφέρει ο σαρκικός σου πατέρας…. Ματθαίος 7:11
Γιατί είμαι ο τέλειος πατέρας….. Ματθαίος 5: 48
Κάθε καλό δώρο που λαμβάνεις έρχεται από το δικό μου χέρι….. Ιακώβου 1: 17
Γιατί εγώ είμαι ο προμηθευτής σου και φροντίζω για όλες τις ανάγκες σου…. Ματθαίος 6: 31-33
Το σχέδιο μου για το μέλλον σου ήταν πάντα γεμάτο με ελπίδα……Ιερεμίας 29:11
Γιατί σε αγαπώ με αγάπη παντοτινή…. Ιερεμίας 31:3
Οι σκέψεις μου για σένα είναι αμέτρητες όπως οι κόκκοι της άμμου στην ακρογιαλιά…. Ψαλμοί 139:17-18
Και χαίρομαι για σένα με τραγούδια….Σοφονίας 3:17
Δεν θα σταματήσω πότε να κάνω καλό για σένα….. Ιερεμίας 32:40 Γιατί είσαι το πολύτιμο απόκτημα μου….Έξοδος 19:5
Επιθυμώ να σε στερεώσω με όλη την καρδιά μου και όλη την ψυχή μου…. Ιερεμίας 32:41
Αν με ψάξεις με όλη την καρδιά σου θα με βρεις…..Δευτερονόμιο 4:29
Ζήτα την ευτυχία σου σε εμένα και θα σου δώσω ότι η καρδιά σου λαχταρα….. Ψαλμοί 37:4
Γιατί εγώ είμαι αυτός που σου έδωσα αυτές τις επιθυμίες….Φιλιππησίους 2:13
Είμαι ικανός να κάνω για σένα περισσότερα από όσα θα μπορούσες να φανταστείς…… Εφεσίους 3:20
Γιατί εγώ είμαι ο μεγαλύτερος υποστηρικτής σου…..
Β Θεσσαλονικείς 2:16-17
Εγώ είμαι επίσης ο πατέρας που σε παρηγορεί σε όλες τις δυσκολίες σου…..Β Κορινθίους 1:3-4
Όταν είσαι συντετριμμένος, εγώ είμαι κοντά σου….. Ψαλμοί 34:18 Όπως ένας βοσκός κουβαλάει ένα πρόβατο, σε κουβαλάω κοντά στην καρδιά μου….Ησαΐας 40:11
Μια μέρα θα σβήσω κάθε δάκρυ από τα μάτια σου…Αποκάλυψις 21:3-4
Και θα πάρω μακριά όλο τον πόνο που υπέφερες πάνω σε αυτή την γη…. Αποκάλυψις 21:4
Είμαι ο πατέρας σου και σε αγαπώ όπως ακριβώς αγαπώ τον γιο μου, τον Ιησού…. Ιωάννη 17:23
Γιατί στον Ιησού η αγάπη μου για σένα φανερώνεται …. Ιωάννη 17:26
Και ήρθε να δείξει πως είμαι μαζί σου και όχι εναντίον σου…..Ρωμαίους 8:31
Και να σου πει ότι δεν λογαριάζω τις αμαρτίες σου….
Β Κορινθίους 5:18-19
Ο Ιησούς πέθανε ώστε εσύ κι εγώ να συμφιλιωθούμε…..
Β Κορινθίους 5:18-19
Ο θάνατος του ήταν η υπέρτατη έκφραση της αγάπης μου για σένα….. Α Ιωάννη 4:10
Έδωσα ότι αγαπούσα περισσότερο για να κερδίσω την αγάπη σου…. Ρωμαίους 8:32
Εάν δεχτείς το δώρο του γιου μου, του Ιησού, δέχεσαι εμένα…..
Α Ιωάννη 2:23
Και τίποτα δεν θα σε χωρίσει πια από την αγάπη μου….. Ρωμαίους 8:38-39
Έλα σπίτι και θα κάνω την μεγαλύτερη γιορτή που έχει γίνει στον ουρανό…..Λουκάς 15:7
Ήμουν πάντα πατέρας και θα είμαι πάντα πατέρας…. Εφεσίους 3:14-15
Η ερώτηση μου είναι … θα γίνεις παιδί μου;….. Ιωάννη 1:12-13 Σε περιμένω… Λουκάς 15:11-32


Με αγάπη, ο Πατέρας σου


Παντοδύναμος Θεός

28 Ιανουαρίου 2013

Ο θείος κρατήρας της Κατανύξεως, Όσιος Εφραίμ ο Σύρος

π. Γεωργίου Δορμπαράκη

«Ο όσιος Εφραίμ ήταν από την Ανατολή, Σύρος στην καταγωγή. Διδάχτηκε την ευσέβεια και την κατά Χριστόν πίστη από τους προγόνους του κι έζησε στους χρόνους του Θεοδοσίου του Μεγάλου. Ασπάστηκε από τα παιδικά του χρόνια τον μοναχικό βίο, και λέγεται ότι εκχύθηκε χάρη από τον Θεό πάνω του, διά της οποίας, αφού έγραψε πάρα πολλά κατανυκτικά συγγράμματα, καθοδήγησε πολλούς προς την αρετή κι έγινε παράδειγμα ασκητικής αρετής στις επόμενες γενιές. Τελείται δε η σύναξή του στο Μαρτύριο της αγίας Ακυλίνας, στον τόπο του Φιλόξενου, πλησίον του φόρου».

Ο όσιος Εφραίμ ο Σύρος είναι από τους γνωστότερους οσίους της Εκκλησίας μας, με την έννοια ότι τον γνωρίζουν και εκείνοι που δεν τον γνωρίζουν. Τι θέλουμε να πούμε; Μπορεί κανείς να μην έχει υπόψη του ότι η κατεξοχήν προσευχή της Μεγάλης Σαρακοστής, το «Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου…», είναι δική του προσευχή, σίγουρα όμως την έχει ακούσει, την έχει και αυτός ψιθυρίσει, μπορεί να την έχει εντάξει και στις δικές του προσευχές. Κι αυτό σημαίνει ότι έχει προκληθεί και προκαλείται κάθε φορά με την προσευχή αυτή να ζήσει τη μετάνοια, ως αγώνα αποφυγής των κακών παθών: της αργίας, της περιεργείας, της φιλαρχίας, της αργολογίας, και αποκτήσεως των αρετών: της σωφροσύνης, της ταπεινοφροσύνης, της υπομονής και της αγάπης, διά των οποίων ζει κανείς την παρουσία του Θεού. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που ο υμνογράφος του άγιος Θεοφάνης αφενός τον προβάλλει ως κήρυκα της μετανοίας, αφετέρου ως «θείον κρατήρα της κατανύξεως». Όπως τονίζει το κοντάκιο και ο οίκος του κοντακίου μάλιστα «εν τοις λόγοις και έργοις σου ραθύμους εγείρεις προς μετάνοιαν» (με τα λόγια και με τα έργα σου ξυπνάς όλους για να μετανοήσουν).

Τα δάκρυα της κατανύξεως αποτελούσαν το κύριο στοιχείο της ζωής του οσίου, όπως και δάκρυα κατανύξεως προκαλούσαν και προκαλούν τα συγγράμματα που έγραψε. Κατά τον άγιο Θεοφάνη «αμέμπτως ήνυσας τον βίον δάκρυσι σεαυτόν αποπλύνας» (Πέρασες τη ζωή σου με άμεμπτο τρόπο, αφού ξέπλυνες τον εαυτό σου με τα δάκρυά σου).  Εκείνο που έκανε τον όσιο να ζει με δάκρυα και να έχει την κατάνυξη κυριολεκτικά σύνοικο της ζωής του ήταν η διαρκής μνήμη του θανάτου και της κρίσεως που τον ακολουθεί. Πράγματι, όποιος ενθυμείται τον θάνατό του με επίγνωση, όποιος έχει τη μνήμη ότι ακολουθεί η κρίση, εκείνος είναι που φτάνει σε μεγάλη ύψη αγιότητας, διότι έχει διαρκή αφορμή στο να μη αμαρτάνει. Όπως το λέει και η Γραφή: «Μιμνήσκου τα έσχατά σου και ου μη αμάρτης εις τον αιώνα» (Θυμήσου το τέλος της ζωής σου και δεν θα αμαρτήσεις ποτέ). Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας σ’ ένα πολύ μεγάλο ποσοστό επικεντρώνουν ακριβώς σ’ αυτή τη μνήμη που διακατείχε τον όσιο. «Την του Κριτού παρουσίαν ιστορησάμενος, τοις των δακρύων ρείθροις των ψυχών τας λαμπάδας ανάπτειν εκδιδάσκεις, πάσι βοών, του Νυμφίου την έλευσιν» (Εξιστόρησες την παρουσία του Κριτή και διδάσκεις έτσι να ανάβουμε τις λαμπάδες των ψυχών μας με τους ποταμούς των δακρύων μας, φωνάζοντας σε όλους την έλευση του Νυμφίου Χριστού). Κι αλλού, όπως στο Δοξαστικό του εσπερινού: «Προφητικώς καταβρέχων την στρωμνήν τοις δάκρυσι και μελέτην βίου ποιούμενος την μετάνοιαν, της κρίσεως τον φόβον έργοις ημίν και διά λόγων υπέδειξας» (Καταβρέχοντας το στρώμα σου, σαν τον προφήτη Δαβίδ, με τα δάκρυα και κάνοντας μελέτη της ζωής σου τη μετάνοια, μας υπέδειξες με τα έργα σου και με τα λόγια σου τον φόβο της κρίσεως). Κι επιμένει ο υμνογράφος ακόμη και στο κοντάκιο: «Την ώραν αεί προβλέπων της ετάσεως, εθρήνεις πικρώς, Εφραίμ, ως φιλήσυχος» (Έχοντας μπροστά σου πάντοτε την ώρα της κρίσεως, θρηνούσες πικρά, Εφραίμ, ως φίλος της ησυχίας).

Δεν πρέπει να οδηγηθεί όμως κανείς σε λανθασμένα συμπεράσματα ως προς την αιτία των δακρύων και της κατανύξεώς του. Ο όσιος δεν ζούσε σε μία φοβική, δηλαδή αρρωστημένη, ατμόσφαιρα. Ο φόβος της κρίσεως δεν λειτουργούσε γι’ αυτόν ως μία πνευματική τρομοκρατία, η οποία αλλοιώνει αρνητικά την ψυχή, αλλά και το σώμα του ανθρώπου. Ο φόβος αυτός ήταν καρπός της αγάπης του προς τον Κύριο, μη τυχόν δηλαδή εκπέσει από την αγκαλιά Του, μήπως χάσει τη χάρη Του. «Τρωθείς αγάπη του Παντοκράτορος, όλον σαυτού τον βίον θρηνωδών διετέλεσας, εκβοών μετ’ εκπλήξεως, όσιεάνες τα κύματά σου, Σώτερ, της χάριτος, ταύτην μοι πλουσίως συντηρών, εν τη μελλούση ζωή» (Πληγώθηκες από την αγάπη του Παντοκράτορος Κυρίου, γι’ αυτό και πέρασες όλη τη ζωή σου με θρήνους, όσιε, φωνάζοντας με έκπληξη: πάρε μου πίσω, Σωτήρα, τα κύματα της χάρης Σου, κρατώντας την για μένα πλούσια, κατά τη μέλλουσα ζωή). Ζητούσε ο όσιος να μη έχει τόσο μεγάλη χάρη στη ζωή αυτή, μη τυχόν συμβεί και μειωθεί αυτή κατά τη μέλλουσα ζωή. Το κύριο γνώρισμα της ζωής του δηλαδή ήταν ο βαθύς έρωτάς του προς τον Κύριο. Αυτός ο έρωτας τον έκανε να δακρυρροεί διαρκώς και να ζει πάντοτε με την προσμονή της συναντήσεώς του με τον Κύριο.

Και δεν πρέπει να αφήσουμε κατά μέρος εκείνο που έκανε τον όσιο να ζει με  καρδιακό πένθος και μετάνοια, προκειμένου να είναι στην αγάπη του Κυρίου: την εγκράτεια. Ο όσιος ζούσε με αδιάκοπη εγκράτεια – την προϋπόθεση της αγάπης προς τον Θεό και της κατανύξεως – κάτι που ο υμνογράφος επισημαίνει στον οίκο του κοντακίου και πάλι, με ένα συγκεκριμένο περιστατικό. «Ιχνηλατείν βουλόμενος, Πάτερ, του Προδρόμου ταις τρίβοις, εκ του κόσμου μόνος αυτός απάρας, εις έρημον κατώκησας. Βλέπων σε ουν ούτω βιούντα ο εχθρός τον δίκαιον, γύναιον πάνυ αναιδές κατά σου διεγείρει, οιόμενος διά του αρχαίου όπλου την σην ανδρείαν καταβαλείν, και την αγνείαν μολύνειν σου» (Θέλοντας να ακολουθείς  τα ίχνη του δρόμου του Ιωάννου του Προδρόμου, έφυγες εσύ μόνος σου από τον κόσμο και κατοίκησες στην έρημο. Βλέποντας λοιπόν ο εχθρός διάβολος εσένα τον δίκαιο να ζεις έτσι, ξεσήκωσε μία πολύ αναιδή γυναίκα του δρόμου, νομίζοντας ότι θα καταβάλει την ανδρεία σου με το αρχαίο όπλο, δηλαδή τη λαγνεία, και θα μολύνει την αγνότητά σου). Το περιστατικό δηλαδή είναι γνωστό: ο εχθρός διάβολος έβαλε στη σκέψη μίας πόρνης γυναίκας να παρασύρει τον όσιο. Πήγε λοιπόν και του έκανε ανήθικες προτάσεις. Κι εκείνος, μη πτοούμενος, μάλλον λυπούμενος βαθιά για την κατάντια της, την πήρε και την οδήγησε στο μέσο μίας πλατείας, κι εκεί την προέτρεψε να του πει τι ακριβώς θέλει να κάνει. Κι εκείνη εκφράζοντας την απορία της ότι αυτά δεν γίνονται στο μέσο του δρόμου, δέχτηκε τον λόγο του: Πώς λοιπόν να κάνω κάτι ενώπιον του Θεού, όταν εσύ ντρέπεσαι να το κάνεις μπροστά στους ανθρώπους;
 

26 Ιανουαρίου 2013

῾Τοιοῦτος ἡμῖν ἔπρεπε ἀρχιερεύς, ὅσιος, ἄκακος...᾽ (῾Εβρ. ζ´ 26 )- (᾽Ανακομιδή λειψάνων ἁγίου ᾽Ιωάννου Χρυσοστόμου)

π. Γεωργίου Δορμπαράκη

 π

Τοιοῦτος ἡμῖν ἔπρεπε ἀρχιερεύς, ὅσιος, ἄκακος...᾽ (῾Εβρ. ζ´ 26 )

 

α. ῾Η ᾽Εκκλησία μας ἐπί τῇ μνήμῃ τῶν μεγάλων αὐτῆς Πατέρων καί Διδασκάλων ἁγίων ἀρχιερέων ἔχει ἐπιλέξει ἐκεῖνο τό ἀνάγνωσμα ἀπό τήν πρός ῾Εβραίους ἐπιστολή τοῦ ἀποστόλου Παύλου, τό ὁποῖο κάνει λόγο γιά τήν ἀρχιερωσύνη τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ, προκειμένου δι᾽ αὐτοῦ τοῦ τρόπου νά φανερώσει ὅτι οἱ ἅγιοι αὐτοί Πατέρες ἔζησαν τήν ἐπί γῆς ζωή τους κατά τόν τρόπο τοῦ Κυρίου. ῞Οπως δηλαδή ὁ Κύριος ὑπῆρξε ὁ κατεξοχήν ἀρχιερεύς ἐπειδή θυσιάστηκε ὑπέρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς, κατά τόν ἴδιο τρόπο καί οἱ ἅγιοι Πατέρες μετέχοντας στήν ἀρχιερωσύνη αὐτή τοῦ Κυρίου ἔζησαν τή ζωή τους ἀντιστοίχως: μέ θυσία τοῦ ἑαυτοῦ τους ὑπέρ τοῦ ποιμνίου τους καί ὑπέρ τῆς ᾽Εκκλησίας, μέ ὁσιότητα καί ἀκακία. Αὐτό ἀκριβῶς συμβαίνει καί μέ τή σημερινή ἑορτή τῆς ἀνακομιδῆς τῶν λειψάνων τοῦ μεγάλου Πατρός καί Οἰκουμενικοῦ Διδασκάλου ἁγίου ᾽Ιωάννου τοῦ Χρυσοστόμου.

β. 1. Καί θά πρέπει νά θυμίσουμε καταρχάς ὅτι ὁ Κύριος ἐπιτέλεσε τό ἀπολυτρωτικό Του ἔργο καί μέ τό κήρυγμα καί τά θαύματά Του φανερώνοντας τό προφητικό λεγόμενο ἀξίωμά Του, καί μέ τήν παντοδυναμία Του ὡς Θεός μέ τήν ᾽Ανάσταση, τήν ᾽Ανάληψη, τήν ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός καθέδρα Του, τήν ἀποστολή τοῦ ἁγίου Πνεύματος καί τήν ἵδρυση τῆς ᾽Εκκλησίας Του φανερώνοντας τό βασιλικό ἀξίωμά Του, καί προπαντός μέ τήν ὅλη ἐν Πάθει ζωή Του ἀποκορύφωμα τῆς ὁποίας ἦταν ὁ Σταυρός φανερώνοντας τό ἀρχιερατικό ἀξίωμά Του. ῾Η ἀρχιερωσύνη ἰδίως τοῦ Κυρίου ἦταν αὐτή πού ἐπέφερε τό ἀποφασιστικό πλῆγμα κατά τοῦ διαβόλου καί τῆς ἁμαρτίας, συνεπῶς καί τοῦ ἀποτελέσματός της τοῦ θανάτου, ἀφοῦ ὁ Κύριος ἐπάνω στόν Σταυρό βεβαιώνει τόν θυσιαστικό χαρακτήρα τῆς ἱερωσύνης, ῾αἴρων τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου᾽ καί καταργώντας ῾τόν τό κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου, τοὐτέστιν τόν διάβολον᾽. Γι᾽ αὐτό καί ῾ἔδει παθεῖν  τόν Χριστόν᾽, κατά τόν προφητικό καί εὐαγγελικό λόγο.

2. Σ᾽ αὐτήν τήν ἀληθινή ἀρχιερωσύνη τοῦ Κυρίου, τύπος τῆς ὁποίας ἦταν ἡ ἱερωσύνη στήν Παλαιά Διαθήκη, μετέχουν ὅλοι οἱ ἐν Χριστῷ βαπτισμένοι στήν ᾽Εκκλησία – πρόκειται γιά τήν πνευματική λεγόμενη ἱερωσύνη, τό ῾βασίλειον ἱεράτευμα᾽ κατά τόν ἀπόστολο - ἰδίως δέ οἱ ἀρχιερεῖς καί ἱερεῖς κατά ῾προσθήκην Πνεύματος᾽ (ἱ. Χρυσόστομος)  μέ τό μυστήριο τῆς ἱερωσύνης - ἡ λεγόμενη εἰδική ἤ χειροτονημένη ἱερωσύνη. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὅλοι οἱ πιστοί, λαϊκοί καί κυρίως κληρικοί, ἔχουν δεχθεῖ τή χάρη τῆς θυσίας ὡς μέλη Χριστοῦ. Κι ὅταν λέμε χάρη θυσίας ἐννοοῦμε τή χάρη τῆς ἐν ἀγάπῃ διακονίας πρός χάρη τῶν ἀδελφῶν καί ὅλου τοῦ κόσμου πού φθάνει μέχρι τοῦ βαθμοῦ τῆς πλήρους παραθεώρησης τῶν προσωπικῶν συμφερόντων ὑπέρ τῶν συνανθρώπων τους. ῾Αὕτη ἐστίν ἡ ἐντολή ἡ ἐμή, ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους, καθώς ἐγώ ἠγάπησα ὑμᾶς. Μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδείς ἔχει, ἵνα τις τήν ψυχήν αὐτοῦ θῇ ὑπέρ τῶν φίλων αὐτοῦ᾽ (ὁ Κύριος).
῎Αν τήν ἱερωσύνη δέν τήν κατανοήσει κανείς κατ᾽ αὐτό τό πρότυπο τοῦ Κυρίου καί τῶν ἀποστόλων Του -  τό ξαναλέμε: ὡς θυσιαστική ἐν ἀγάπῃ διακονία τοῦ συνανθρώπου – τότε δυστυχῶς διαστρέφεται καί ἐκφυλίζεται σέ κοσμικοῦ τύπου ἐξάσκησή της, ἡ ὁποία ἐλέγχθηκε καί καταδικάστηκε  ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο: ῾Οἱ δοκοῦντες ἄρχειν τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν καί κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν. Οὐχ οὕτως ἔσται ἐν ἡμῖν, ἀλλ᾽ ὅστις θέλει πρῶτος εἶναι, ἔστω πάντων ἔσχατος καί πάντων διάκονος᾽. ῾Οὐκ ἦλθον διακονηθῆναι, ἀλλά διακονῆσαι᾽. ῾᾽Εγώ εἰμι ἐν μέσῳ ὑμῶν ὡς ὁ διακονῶν᾽. ῞Ολοι λοιπόν οἱ πιστοί, κατεξοχήν εἴπαμε οἱ κληρικοί, ἔχουμε τή δυναμική τῆς ἀγάπης, ἡ ὁποία ὅταν ἐπιβεβαιώνεται  διά τῆς προσωπικῆς μας ζωῆς μᾶς κάνει ἀληθινά μετόχους τῆς ἱερωσύνης τοῦ Χριστοῦ, μᾶς κάνει δηλαδή ὄντως ἱερεῖς. Αὐτή εἶναι καί ἡ πραγματική ἔννοια πού δίνει καί ὁ Κύριος γιά τόν ποιμένα. ᾽Αληθινός ποιμένας εἶναι αὐτός πού θυσιάζεται γιά τό ποίμνιό του καί πού βρίσκεται σέ ἑτοιμότητα πάντοτε νά σκύβει ἐν ἀγάπῃ πρός τά προβλήματα τῶν ἀνθρώπων γινόμενος ῾τοῖς πᾶσι τά πάντα᾽. ῾᾽Εγώ εἰμι ὁ ποιμήν ὁ καλός. ῾Ο ποιμήν ὁ καλός τήν ψυχήν αὐτοῦ τίθησιν ὑπέρ τῶν προβάτων᾽.

3. Τέτοιος ἱερέας καί ἀρχιερέας καί τέτοιος ποιμένας κατά τό πρότυπο τοῦ Κυρίου ὑπῆρξε καί ὁ ἅγιος ᾽Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος. ῞Ολη του ἡ ζωή ἦταν μία ἀδιάκοπη δοξολογία τοῦ Κυρίου καί μία ἀέναη διακονία τῶν συνανθρώπων του. Καί πρό τῆς χειροτονίας του σέ κληρικό, κατεξοχήν ὅμως μετά ἀπό αὐτήν, ἰδίως ἀφότου ἀνῆλθε στόν ἀρχιεπισκοπικό θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἡ προσωπική του ζωή ἦταν ἡ ζωή τῶν ἄλλων. ῎Εχοντας καθαρίσει διά τῆς ἀσκητικῆς του διαγωγῆς ὅσο ἦταν δυνατόν στόν ἄνθρωπο τήν καρδιά του ἀπό τά ψεκτά πάθη – τή φιληδονία, τή φιλαργυρία, τη φιλοδοξία – δέχτηκε τίς φωτιστικές ἀκτίνες τοῦ Πνεύματος καί βίωσε τήν ἀληθινή ἀγάπη. Συνεπῶς ἡ ἀναφορά του διαρκῶς ἦταν ὁ Θεός καί ὁ συνάνθρωπος. Καί μάλιστα εἶχε κατανοήσει στόν ἀπόλυτο βαθμό ὅτι τόν Θεό Τόν συναντᾶ κανείς στό πρόσωπο καί τοῦ πιό ἐλάχιστου ἀδελφοῦ. Τό ῾ἐφ᾽ ὅσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοί ἐποιήσατε᾽ τοῦ Κυρίου τό εἶχε ὡς τό στημόνι τῆς ἁγιασμένης βιοτῆς του.
 Οἱ βιογράφοι του ἐπισημαίνουν τήν παραπάνω ἀλήθεια λέγοντας ὅτι ὁ καθένας τόν τραβοῦσε πρός τή μεριά του γιά τή λύση τοῦ προβλήματός του: ὁ πτωχός γιά τήν τροφή του, ὁ κυνηγημένος γιά τήν κάλυψή του, ὁ ἀδικημένος γιά τήν ὑπεράσπισή του, ὁ ἄστεγος γιά τό κατάλυμά του. Θά ἔλεγε κανείς χωρίς ὑπερβολή πώς ὅ,τι βλέπουμε στή Θεία Εὐχαριστία: τόν ἴδιο τόν Κύριο νά κομματιάζεται καί νά προσφέρεται σέ ὅλους, τό ἴδιο βλέπουμε καί στή ζωή τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου. Μέ τά ἴδια τά λόγια τοῦ ἁγίου: ῾Παῦλος πανταχοῦ παραινεῖ: μή τό ἑαυτοῦ ζητεῖν, ἀλλά τό τοῦ πλησίον ἕκαστον᾽(῾Ο Παῦλος παντοῦ συμβουλεύει: νά μή ζητάει ὁ καθένας τό δικό του, ἀλλά τό τοῦ πλησίον του). ῾Καί γάρ ἀρχή καί τέλος ἀρετῆς ἁπάσης ἡ ἀγάπη᾽ (Γιατί ἀρχή καί τέλος κάθε ἀρετῆς εἶναι ἡ ἀγάπη).

4. Κι εἶναι εὐνόητο γιά τόν λόγο αὐτό καί τό γιατί συγκρούστηκε μέ ὅλες τίς ἐξουσίες τῆς ἐποχῆς, ἐκκλησιαστικές καί πολιτικές: διότι κριτήριό του ἦταν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ὄχι ἀνθρώπινα συμφέροντα. Κι εἶναι γνωστό ὅτι ὅποιος ἀκολουθεῖ μέ συνέπεια ῾τό εὐάρεστον τῷ Κυρίῳ᾽ θά ὑποστεῖ διωγμούς. ῾Πάντες οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ ᾽Ιησοῦ διωχθήσονται᾽. ῾Εἰ ἐμέ ἐδίωξαν καί ὑμᾶς διώξουσιν᾽. Γι᾽ αὐτό καί ὁ ἅγιος Χρυσόστομος ὑπῆρξε καί μέγας μάρτυρας, ἀφοῦ τελικῶς ἄφησε τήν τελευταία πνοή σέ μακρινά μέρη ἐξορίας λόγω τῆς πιστότητάς του στή φωτισμένη ἀπό τόν λόγο τοῦ Κυρίου συνείδησή του.

γ. ῾Η ὁσιότητα καί ἡ ἀκακία τοῦ Κυρίου ὡς ἀρχιερέως εἶναι δεδομένο ὅτι ἔγινε ὁσιότητα καί ἀκακία ὅλων τῶν ἁγίων Του, ὅπως τοῦ σήμερα ἑορταζομένου ἁγίου Χρυσοστόμου, καί ἀποτελεῖ ὅριο πρός τό ὁποῖο καλούμαστε νά πορευτοῦμε ὅλοι οἱ ἐν Χριστῷ βαπτισμένοι. Κληρικοί καί λαϊκοί δηλαδή χρειάζεται νά ἐνεργοποιοῦμε καθημερινά στή ζωή μας τήν ἱερωσύνη πού λάβαμε ὡς μέλη Χριστοῦ, πού σημαίνει, καθώς εἴπαμε, νά ζοῦμε ἐν ἀγάπῃ καί ἀληθείᾳ. ᾽Αγάπη καί ἀλήθεια ὅμως ἔχουν ὡς ῾δομικό᾽ στοιχεῖο τους τή θυσία, τό προσωπικό κόστος. Πόσο εὔκολο ἄραγε εἶναι νά ῾ξεβολευτοῦμε᾽ ἀπό ἕναν ἴσως ἰδεολογοποιημένο χριστιανισμό μας; 

πηγή

Εκδήλωση της Ι. Μητροπόλεως Θήρας για τους Τρεις Ιεράρχες



Η Ιερά Μητρόπολη Θήρας Αμοργού & Νήσων έχει προγραμματίσει εκδήλωση προς τιμήν των Τριών Οικουμενικών Διδασκάλων και Προστατών της ελληνικής παιδείας την ημέρα της γιορτής τους, την Τετάρτη 30 Ιανουαρίου και ώρα 18:00 στη Χριστιανική Εστία.

Η ομιλία του Πανοσιολογιωτάτου Αρχιμανδρίτου π. Χριστόφορου Καραμολέγκου, ο οποίος είναι υπεύθυνος Νεότητας της Ιεράς Μητροπόλεως, θα έχει θέμα “Οι τρεις Ιεράρχες στο σταυροδρόμι του ελληνικού και χριστιανικού πνεύματος”.

Ο Σύλλογος Ιεροψαλτών Θήρας θα αποδώσει επίκαιρους ύμνους και θα επακολουθήσει επίκαιρη προβολή ταινίας.

25 Ιανουαρίου 2013

Η καλλιέργεια της καρδιάς με τη νήψη και την προσευχή- π. Ζαχαρία Ζάχαρου


Βασικός παράγοντας για την καλλιέργεια της καρδιάς και την άσκηση της προσευχής είναι η προσοχή. Για να στρέψει ο άνθρωπος τον νου στην καρδιά του και ακολούθως στον Θεό, χρειάζεται να ενεργοποιήσει ιδιαίτερα την προσοχή του. Με την προσοχή συγκεντρώνεται ο όλος άνθρωπος στην προσπάθεια να σταθεί στην παρουσία του Θεού και να εκπληρώσει τις εντολές Του.

Η προσπάθεια αυτή στην ασκητική παράδοση ονομάζεται νήψη ή τήρηση του νου. Η νήψη είναι απαραίτητη στην προσευχή για την εκπλήρωση της πρώτης και μεγάλης εντολής, της αγάπης προς τον Θεό. Ελέγχει κάθε κίνηση του νου και της καρδιάς, ώστε η στροφή του ανθρώπου προς τον Θεό να είναι καθολική και σύμφωνη με το Πνεύμα Του. Ο Θεός είναι ζηλωτής και επιθυμεί ολόκληρη την καρδιά του ανθρώπου. Γι’ αυτό και ο χριστιανός από την αρχή της ημέρας ρυθμίζει τη στάση του ενώπιον του Θεού. Τοποθετεί τον νου στην καρδιά του και διατηρεί τα νοήματα και τις αισθήσεις του στην παρουσία τού Κυρίου.

Οι «σκληροί λόγοι» των αγίων Γραφών προκαλούν στην  καρδιά προφητικό «συσσεισμό». Όπως κατά την ήμερα της Πεντηκοστής έπνευσε πρώτα η βίαιη πνοή και ύστερα ξεχύθηκε το Άγιο Πνεύμα «επί πάσαν σάρκα», έτσι και τώρα ο πνευματικός συσσεισμός κάνει να αναφανεί η καινή καρδιά· όχι η λίθινη, αλλά η ευαίσθητη που είναι ικανή να προσλάβει το χάρισμα της Πεντηκοστής. Η καρδιά αυτή είναι τόσο πολύτιμη ενώπιον του Κυρίου, ώστε κάθε κραυγή ή επίκληση της συγκεντρώνει όλη την προσοχή Του και ελκύει τη χάρη Του.

Στην ίδια προοπτική εντάσσεται και η εκούσια άσκηση της αυτομεμψίας. Κρίνοντας αυστηρά τον εαυτό του ο άνθρωπος συντρίβεται και συνάγει όλο τον νου στην καρδιά. Τότε μπορεί να βοά «εν όλη καρδία» προς τον Θεό και να δέχεται από Αυτόν τη δικαίωση. Έτσι επιτελείται η νήψη και δυσχεραίνεται η διείσδυση του εχθρού με δόλιο τρόπο στην καρδιά του πιστού.


Η προσοχή του πιστού κατά την προσευχή, που ονομάζεται και ευκτική προσοχή, πρέπει να συνοδεύεται με αυτοπεριορισμό και υπομονή. Αυτά παρεμποδίζουν τη διάχυση του νου και τον διατηρούν απερίσπαστο στο έργο της προσευχής. Αλλά και η ίδια η προσευχή, όπως έχει διαμορφωθεί στην ορθόδοξη παράδοση ως μονολόγιστη επίκληση του Ονόματος του Κυρίου, συντελεί προς τον σκοπό αυτό: «Κύριε, Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με».
Στο πρώτο μέρος της ευχής αυτής περικλείεται ομολογία πίστεως στη θεότητα του Χριστού αλλά και σε όλη την Αγία Τριάδα. Στο δεύτερο μέρος, «ελέησόν με», γίνεται η εξομολόγηση του προσευχομένου· αναγνωρίζεται η πτώση (παγκόσμια και προσωπική), η αμαρτωλότητα και η ανάγκη για τη λύτρωση. Και τα δύο μέρη της ευχής, η ομολογία πίστεως και η μετάνοια του προσευχομένου, δίνουν πληρότητα και περιεχόμενο στην προσευχή.

Η μονολόγιστη αυτή προσευχή γίνεται κατ’ αρχάς προφορικά. Ακολούθως τελείται με τον νου και τελικά, με τη συνεργεία της χάριτος, ο νους κατεβαίνει στη βαθειά καρδιά του ανθρώπου. Για τον λόγο αυτό, η προσευχή αυτή ονομάζεται νοερά ή καρδιακή.

Με τη διαρκή επίκληση του Ονόματος του Χριστού και την προσήλωση του νου στις λέξεις της προσευχής καλλιεργείται μια μόνιμη ευχητική διάθεση. Έτσι η προσευχή γίνεται ο φυσικός τρόπος υπάρξεως του ανθρώπου, το ένδυμα της ψυχής του και η αυτενέργητη αντίδραση της καρδιάς του σε κάθε φαινόμενο του πνευματικού κόσμου. Η πνευματική αυτή κατάσταση έχει μεγάλη σπουδαιότητα κατά την ώρα του θανάτου. Η ασκητική εργασία της νοεράς προσευχής αποβαίνει εξάσκηση και προετοιμασία για το τέλος της επίγειας ζωής, ώστε η γέννηση του πιστού στην ουράνια ζωή να συντελεσθεί όσο το δυνατόν πιο ανώδυνα και ακίνδυνα.

Η κάθοδος του νου στην καρδιά του ανθρώπου δεν πραγματοποιείται με τεχνητά μέσα, Όπως είναι η στάση του σώματος ή η ελεγχόμενη αναπνοή. Βέβαια και τα μέσα αυτά δεν είναι τελείως άχρηστα, αλλά μπορούν να χρησιμοποιούνται βοηθητικά κατά τα πρώτα στάδια της πνευματικής ζωής, πάντοτε με την επίβλεψη του πνευματικού οδηγού και την ταπεινή στάση του αρχάριου μαθητή. Ο κυριότερος παράγοντας για την κατάβαση τού νου και την ένωσή του με την καρδιά είναι η χάρη του Θεού.

Πολλές φορές επικρατεί σύγχυση και πλάνη μεταξύ των αμαθών ανθρώπων των ήμερων μας, που έχει ως αποτέλεσμα την ανάμειξη της ευχής του Ιησού με τη γιόγκα του Βουδισμού, τον «υπερβατικό διαλογισμό» και τα όμοια απότοκα της Ανατολής. Η ομοιότητα όμως που υπάρχει ανάμεσά τους είναι εξωτερική και σε πολύ κατώτερο επίπεδο. Η ριζική διαφορά του Χριστιανισμού από τις άλλες δοξασίες έγκειται στο ότι η προσευχή του Ιησού είναι θεμελιωμένη στην Αποκάλυψη του Ζώντος και Προσωπικού Θεού της Αγίας Τριάδος. Στους άλλους δρόμους δεν είναι δυνατή η καλλιέργεια προσωπικής σχέσεως μεταξύ του Θεού και του προσευχομένου.

Στον ασκητισμό της μη χριστιανικής ανατολής προβάλλεται η άσκηση της νοεράς απεκδύσεως από κάθε σχετικό και παρερχόμενο, για να ταυτισθεί ο άνθρωπος με κάποιο απρόσωπο Απόλυτο, με το οποίο πιστεύεται ότι είναι του ιδίου γένους, αλλά υπέστη υποβάθμιση και φθορά με τον ερχομό του στην πολύμορφη και μεταβαλλόμενη ζωή του παρόντος αιώνος. Η άσκηση αυτή είναι εγωκεντρική και βασίζεται στη θέληση του ανθρώπου. Έχει χαρακτήρα περισσότερο διανοητικό και δεν συνδέεται καθόλου με την καρδιά. Στην ασκητική αυτή παράδοση ο άνθρωπος αγωνίζεται να επιστρέψει στο ανώνυμο υπερπροσωπικό Απόλυτο και να ανακραθεί με αυτό. Επιθυμεί να σβήσει την ψυχή (atman) στον ανώνυμο ωκεανό του Υπερπροσωπικού Απολύτου.

Για να φθάσει στο τέλος αυτό, ο ασκητής των ανατολικών θρησκειών αγωνίζεται να απεκδυθεί κάθε πάθος και μορφή αστάθειας της παροδικής υπάρξεως και να βυ¬θισθεί σε κάποια αφηρημένη νοητή σφαίρα της καθαράς Υπάρξεως. Η άσκηση αυτή είναι αρνητική και απρόσωπη. Δεν έχει θεωρία Θεού αλλά αυτοθεωρία ανθρώπου. Η καρδιά δεν μετέχει. Πουθενά στις Ουπανισάδες δεν αναφέρεται η υπερηφάνεια ως εμπόδιο για την άσκηση ή η ταπείνωση ως αρετή. Η πρόοδος στη μορφή αυτή του ασκητισμού εξαρτάται από τη θέληση του ιδίου του ανθρώπου που την προκαθορίζει. Απουσιάζει επίσης η θετική διάσταση της ασκήσεως ως πρόσληψη υπερφυσικής ζωής, που έχει πηγή μόνο τον Θεό της αποκαλύψεως. Η τεχνική απέκδυση που εφαρμόζεται στον Βουδισμό, και στην πιο εξευγενισμένη εκδήλωσή του, δεν αποτελεί παρά μόνο το ασήμαντο ήμισυ της υποθέσεως. Υπάρχει ο κίνδυνος, όταν ο νους βρίσκεται γυμνός στον «γνόφο της απεκδύσεως», να στραφεί προς τον εαυτό του, να θαυμάσει το φωτεινό αλλά κτιστό του κάλλος και να «λατρεύσει τη κτίσει παρά τον κτίσαντα». Και τότε, κατά τον λύγο του Κυρίου, «γίνεται τα έσχατα του ανθρώπου… χείρονα των πρώτων».

Η θεωρία λοιπόν αυτή της Ανατολής δεν είναι θεωρία Θεού αλλά αυτοθεωρία ανθρώπου. Δεν ξεπερνά τα όρια του κτιστού ούτε εγγίζει το πρωταρχικό Είναι του Ζώντος Θεού της αποκαλύψεως. Μπορεί ενδεχομένως η άσκηση αυτή να επιφέρει κάποια ανάπαυση και να οξύνει τις ψυχικές και διανοητικές λειτουργίες του ανθρώπου, αλλά «το γεγεννημένον εκ της σαρκός σαρξ έστι» και «Θεώ αρέσαι ου δύναται».

Η πλέον αυθεντική απέκδυση του νου από κάθε εμπαθή προσκόλληση στα ορατά και παρερχόμενα στοιχεία αυτού του κόσμου κατορθώνεται με φυσιολογικό τρόπο στη ζέση της μετανοίας. Ο καρδιακός πόνος που γεννάται από τη χάρη της μετανοίας, όχι μόνο αποδε¬σμεύει τον νου από τα φθαρτά, αλλά και τον συνάπτει στα αόρατα και αιώνια. Δηλαδή, η απέκδυση είναι, όπως μόλις είπαμε, μόνο το ήμισυ της υποθέσεως και αφορά τον ανθρώπινο παράγοντα στο κτιστό επίπεδο της υπάρξεως. Στον Χριστιανισμό, όμως, υπάρχει και η επένδυση της ψυχής με τη συνακόλουθη χάρη του Θεού και είναι πλήρωμα ζωής αθανάτου.

Πολλοί θαυμάζουν τον Βούδα και τον παραβάλλουν με τον Χριστό. Λέγεται ότι ό Βούδας σπλαχνίσθηκε τήν ανθρώπινη δυστυχία και με ωραία λόγια δίδαξε τη δυνατότητα και τον τρόπο να αποσπάται ο άνθρωπος από τα παθήματα και να μην τα αισθάνεται. Ωστόσο, ο Μονογενής Υιός του Θεού, ο Χριστός, με τα Πάθη, τον Σταυρό, τον θάνατο και την Ανάστασή Του προσέλαβε τον πόνο εκούσια και αναμάρτητα και τον μετέβαλε σε μέσο εκφράσεως της τέλειας αγάπης Του. Με αυτήν θεράπευσε το πλάσμα Του από το μέγα τραύμα της προπατορικής αμαρτίας και το απεργάσθηκε «καινήν κτίσιν». Γι’ αυτό ο πόνος είναι τόσο πολύτιμος στην άσκηση της ευχής, και η παρουσία του είναι ένδειξη ότι ο ασκητής δεν είναι μακριά από την αληθινή και άγια οδό της αγάπης προς τον Θεό. Την αγάπη αυτή εκφράζει ο άνθρωπος με την προσευχή του.

Κατά συνέπεια, η προσευχή είναι θέμα αγάπης. Αν προσευχόμαστε, σημαίνει ότι αγαπάμε τον Θεό. Αν αγαπάμε τον Θεό, προσευχόμαστε. Το μέτρο της προσευχής φανερώνει το μέτρο της αγάπης που έχουμε για τον Θεό. Έτσι, ο άγιος Σιλουανός ταυτίζει τη μνήμη του Θεού με την προσευχή, ενώ οι άγιοι Πατέρες λένε ότι η λήθη του Θεού συνιστά το μεγαλύτερο πάθος. Όταν μας πολεμεί ένα πάθος, μπορούμε και εμείς να του αντιταχθούμε με το Όνομα του Θεού. Όσο πιο πολύ ταπεινώνουμε τον εαυτό μας και καλούμε τον Θεό σε βοήθεια μας, τόσο πιο δυνατοί γινόμαστε και νικούμε το πάθος. Όταν όμως λησμονούμε τον Θεό, ο εχθρός μας φονεύει ολοσχερώς. Γι’ αυτό και οι Πατέρες επισημαίνουν ότι η λήθη του Θεού είναι το μεγαλύτερο πάθος.

 πηγή (Αρχιμ. Ζαχαρία Ζάχαρου, «Ο κρυπτός της καρδίας άνθρωπος», εκδ. Ι. Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ, Αγγλίας. 2012, σ. 110-116)

24 Ιανουαρίου 2013

Η αγία οικογένεια του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου

Ο Νίκος Νικολαΐδης μιλά για τον άγιο Επιφάνιο Κύπρου

VIDEO PLAYER by pay-per-view video hosting

«Θυμήσου με, Κύριε, όταν έρθεις στη βασιλεία σου»


«Και πώς», κάποιος διερωτάται, «θα υποβάλλω τα αιτήματά μου, όντας εγώ αγροίκος, χωρικός κι απαίδευτος;»

-Γι’ αυτού του είδους τα αιτήματα δεν σου χρειάζονται λογοτεχνικές ικανότητες, παρά μονάχα απλότητα. Ας επιστρέψουμε, όπως έκαμε ο άσωτος υιός. Ας στενάξουμε, όπως στέναξε ο τελώνης Άς χύσουμε δάκρυα μετανοίας όπως η πόρνη και, όπως ο ληστής, ας φωνάξουμε: «Θυμήσου με, Κύριε, όταν έρθεις στη βασιλεία σου». Πού βλέπεις το δύσκολο και το πολύπλοκο σ’ αυτά τα τόσο άπλα λόγια;

-«Ναι», αποκρίνεται, «αλλ’ εγώ δεν βλέπω τον εαυτό μου να ‘ναι συσταυρωμένος με τον Κύριο. Πώς, λοιπόν, να επαναλάβω του ληστή τα λόγια;»


-Τί λέγεις, άνθρωπε; Θέλεις κάθε μέρα να βλέπεις σταυρωμένο τον Χριστό; Τίποτε δεν σ’ εμποδίζει κάθε μέρα να στρέφεις το βλέμμα της διάνοιας και ν’ αντικρίζεις τη σωτήρια σταύρωση και στη συνέχεια να λέγεις; «Θυμήσου με, Κύριε, όταν έρθεις στη βασιλεία σου».
-Αυτός, όμως, ξαναρωτά και λέει: «Πώς κάθε μέρα σταυρώνεται ο Χριστός, για να τον βλέπω με τρόπο νοερό»;

-Δεν λέγω, να τον βλέπεις κάθε μέρα σταυρωμένο, αλλά κάθε μέρα νοερά να βλέπεις τη σωτήρια σταύρωση, που τότε, μια και για πάντα, έγινε, και να λέγεις συχνά και ολόκαρδα: «Θυμήσου με, Κύριε, όταν έρθεις στη βασιλεία σου». Αλλά και όταν σταυρώσουμε τον αμαρτωλό εαυτό μας «μαζί με τα πάθη και τις επιθυμίες μας», όπως λέγει ο θείος και μακάριος Παύλος, τότε κι εμείς συσταυρωνόμαστε μαζί του και μπορούμε να λέμε: «θυμήσου με, Κύριε, όταν έρθεις στη βασιλεία σου». Βλέπεις αυτό το σύντομο και εύκολο αγιογραφικό κείμενο πόση ωφέλεια προξενεί;

-Δεν είπε: Συγχώρησέ μου, Κύριε, τις ληστρικές αισχρουργίες, τους φόνους, τους δόλους, τις αρπαγές, τις ωμότητες, και τις μύριες εκείνες μιαρότητες, αλλά «θυμήσου με, Κύριε». Κι ούτε τη θύμηση αυτή την ζητώ αμέσως, αλλά τότε. Όταν οι δυνάμεις των ουρανών θα σαλευτούν. Όταν θα έλθεις με τρόπο εμφανή. Όταν, το ανέκφραστο φως της δικής σου παρουσίας σαν αστραπή θα φανεί ταυτόχρονα από την ανατολή μέχρι και τη δύση. Όταν θα ηχήσει μεγαλόφωνα η σάλπιγγα και οι νεκροί θ’ αναστηθούν. Όταν θα εξαποστείλεις τους αγίους σου αγγέλους να συναθροίσουν τους διαλεχτούς σου κι από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Τότε, αφού παρουσιασθεί πια η βασιλεία σου, θυμήσου με, Κύριε. Μη με λησμονήσεις γιατί είμαι ληστής, αλλά «θυμήσου με, Κύριε, όταν έλθεις στη βασιλεία σου».
Όταν οι στρατιές των αγγέλων θα διασχίζουν όλη την υφήλιο και θα συνάγουν τους διαλεκτούς σου από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, μη με λησμονήσεις, εξαιτίας των ληστρικών μου έργων, αλλά, «θυμήσου με, Κύριε, όταν έλθεις στη βασιλεία σου». Δεν ζητώ περισσότερα απ’ αυτό, αφού δεν πρόλαβα καν να μετανοήσω, για τα φοβερά εκείνα ατοπήματα μου· γι’ αυτό συνελήφθηκα και, σαν ληστής, σταυρώθηκα, ώστε και σύ, Κύριε, που είσαι ανώτερος από κάθε δικαιοσύνη, να συγκαταλεχθείς μαζί με τους ανόμους. Έτσι και μ’ αυτή σου τη συγκατάβαση, με τρόπο υπεράξιο, παραβλέπεις την αισχρότητα των έργων μου, και με καθιστάς άξιο, να με θυμηθείς στη βασιλεία σου. Όταν χίλιες χιλιάδες και μύριες μυριάδες των ουρανίων δυνάμεων, μ’ αισθήματα τρόμου, σε κυκλώνουν. Όταν θα καθίσεις στον περίδοξο θρόνο, σαν βασιλιάς των ουρανίων δυνάμεων κι όλης της οικουμένης, τότε θα συναχθούν μπροστά σου όλα τα έθνη. Τότε θα τους χωρίσεις, όπως ο βοσκός χωρίζει τα πρόβατα από τα ερίφια. Τότε θα στήσεις τα πρόβατα στα δεξιά σου και τα ερίφια στ’ αριστερά σου. Πώς, επομένως, να μην είναι παμμέγιστο γεγονός, να θυμηθείς τότε, βασιλιά των όλων, έμενα, ένα αχρείο και άχρηστο ληστή;

Κι Αυτός του αποκρίνεται! Από που έμαθες, ληστή, ότι εγώ είμαι βασιλιάς; Τί βλέπεις σ’ έμενα αντάξιο της βασιλικής μου εξουσίας; Πού βλέπεις βασιλικό μανδύα να με περιβάλλει; Πού τα στρατεύματα και τα χρυσοκόλλητα άρματα; Πού οι δορυφορούντες συνοδοί, οι επιβολείς της βασιλικής ευταξίας; Πού τα παλάτια και τα περίλαμπρα σπίτια κι όλα τα γνωρίσματα της βασιλείας; Πώς ονομάζεις, κάποιο, βασιλιά, που δεν έχει πού να κλίνει το κεφάλι και που σταυρωμένος βρίσκεται σαν κακούργος μεταξύ δύο ληστών; Αλλά και ποιούς νόμους μελέτησες ή ποιές προφητείες, ευνοϊκές για μένα, διάβασες, ώστε να μάθεις να με καλείς βασιλιά; Όταν στάθηκα μπροστά στον Πιλάτο και λίγο νωρίτερα μπροστά στον Καϊάφα, με δική μου θέληση φανέρωσα, τότε, το αποκρυμμένο τούτο μυστήριο. Στον ένα είπα: «…σύντομα θα δείτε τον Υιό του Ανθρώπου να κάθεται στα δεξιά του Θεού και να έρχεται πάνω στα σύννεφα του ουρανού». Και στον άλλο: «Αν η βασιλεία μου προερχόταν απ’ αυτόν τον κόσμο, οι στρατιώτες μου θα αγωνίζονταν να μην πέσω στα χέρια των Ιουδαίων. Η δική μου βασιλεία δεν προέρχεται από εδώ». Εκείνοι τ’ άκουσαν, έμειναν όμως άπιστοι. Συ, φυσικά, δεν τ’ άκουσες αυτά, γιατί, ληστής όντας και κακούργος, βρισκόσουνα φυλακισμένος. Από πού, λοιπόν, με ξέρεις και αναγνωρίζεις, σαν βασιλιά, και ζητάς να σε θυμηθώ και να σε κάμω άξιο της βασιλείας μου;

-«Δεν έμαθα», απαντά ο ληστής, «το παραμικρό από ανθρώπους, ώστε να σε ξέρω σαν βασιλιά, σαν Θεό, υιό ομοούσιο με τον αθάνατο βασιλέα Θεό Πατέρα. Όμως και μόνο η συγκλονιστική αλλοίωση των στοιχείων της φύσης, την ώρα αυτή, διδάσκει πασιφανέστατα, ότι συ είσαι ο βασιλιάς και κτίστης και συνοχέας όλης της δημιουργίας. Γι’ αυτό και συμπάσχουν τα κτίσματα με τον Κτίστη. Σαν αντίκρισε το φως της μέρας, σταυρωμένο Σε, το φως το αληθινό, που ήρθε στον κόσμο και φώτισε τον καθένα, μένοντας πιστό και υπάκουο σ’ Εσένα, απέκρυψε τις φωτεινές ακτίνες του κι η πλάση βυθίστηκε μέσα στο σκοτάδι. Τότε και η γη τρόμαξε, παρόμοια, βλέποντας κρεμασμένο στο σταυρό Αυτόν, που την θεμελίωσε στα νερά των θαλασσών απάνω. Αλλά κι οι πέτρες σχίσθηκαν, βλέποντας Σε, την «πέτρα» της ζωής, να πάσχεις. Και οι τάφοι διανοίγονται, για χάρη Σου, που σε λίγο πρόκειται εκουσίως να τοποθετηθείς στον τάφο και νεκροί, για Σε, θ’ αναστηθούν, σαν προάγγελοι της ανάστασης. Το καταπέτασμα του ναού σχίστηκε στα δύο, από πάνω μέχρι κάτω, μη υποφέροντας να βλέπει σταυρωμένο τον ναό του πανάσπιλου παναγίου σου σώματος. Αντικρίζοντας όλα αυτά, ολόψυχα, σου φωνάζω: «Θυμήσου με, Κύριε, όταν έρθεις στη βασιλεία Σου».

Και ο Κύριος του λέει: «Σε βεβαιώνω πως σήμερα, κιόλας, θα είσαι μαζί μου στο παράδεισο». Σαν άνθρωπος, εκουσίως, στον σταυρό κρεμάσθηκα και σαν Θεός απερίγραπτος βρίσκομαι στον παράδεισο και παντού. Σαν άνθρωπος πεθαίνω και θάπτομαι και στον άδη κατέρχομαι, «και συ θα ‘σαι σήμερα μαζί μου στον παράδεισο». Το σώμα μου θα καθαγιάσει τους τάφους, η ψυχή μου θα ελευθερώσει τις ψυχές των πιστών από τον άδη, «και συ θα ‘σαι σήμερα μαζί μου στον παράδεισο». Εγώ θεληματικά πηγαίνω στον άδη, για να λυτρώσω τους εκεί δέσμιους και ν’ αναστήσω, «και συ θα ‘σαι σήμερα μαζί μου στον παράδεισο». Εκεί, στον άδη, βρίσκεται δέσμιος, όχι μόνο ο πρωτόπλαστος Αδάμ, αλλά και όλο το πλήθος των δικαίων, ακόμη κι ο πιο μεγάλος από όλους και ανώτερος από τους προφήτες.

Κι αν ο μέγας Ιωάννης, ο Βαπτιστής και Πρόδρομος και προφήτης, δεν διέφυγε του άδη την τυραννία, ποιός άλλος απ’ τους δικαίους μπορούσε να την αποφύγει; Γι’ αυτό σπεύδω να τους απολύσω, «και συ θα ‘σαι σήμερα μαζί μου στον παράδεισο». Μέχρι τώρα ο τύραννος, δικαίους και ανεύθυνους, κατείχε σαν υπεύθυνους, αλλ’ από τώρα πια, μήτε τον μετανοημένο ληστή θα μπορεί να κρατεί στην τυραννία του. Ο άδης θα ‘ναι στο εξής κάτω από το βάρος της ευθύνης του «και συ μαζί μου θα ‘σαι σήμερα στον παράδεισο». Απ’ εκεί ο Αδάμ, ο θεόπλαστος και πρωτόπλαστος, εξορίσθηκε, αλλά συ ο ληστής, πριν απ’ όλους, εισάγεσαι· απ’ αυτό όλοι θα καταλάβουν, ότι, όχι ο τόπος αλλ’ ο τρόπος σώζει τον άνθρωπο. Ο αμαρτωλός δεν πρέπει ν’ απελπίζεται, έστω κι αν κατάντησε ληστής, αρκεί να μετανοήσει θερμά. Μήτε, όμως, ο δίκαιος να υπερφρονεί, έστω κι αν πέτυχε τα θεοκατόρθωτα και κατέχει τον παράδεισο σαν τόπο διαμονής του.

Μάθαμε πόσο μεγάλο αγαθό συνιστά αυτή η ευχή; Προσέξαμε τί θησαυρό περιλαμβάνει μέσα στη συντομία της;

Επομένως και ‘μείς ας διδαχθούμε, ολόκαρδα καθ’ εαυτούς να λέμε, «Θυμήσου με, Κύριε, όταν έλθεις στη βασιλεία σου». Κι αν ένας είναι καλλιεργητής, ενώ αροτριά, κι αν είναι βοσκός, την ώρα που βόσκει το κοπάδι του, κι αν άλλος περιποιείται τ’ αμπέλια ή τα περιβόλια του, ή άλλος είναι χειροτέχνης, κι αν επιβαίνει πάνω σ’ άλογο, κι αν πεζοπορεί, μπορεί να λέγει: «Θυμήσου με, Κύριε, όταν έρθεις στη βασιλεία σου». Τούτο, νομίζω, σημαίνει και το «ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού» και το «ζητάτε και θα σας δοθεί• ψάχνετε και θα βρείτε, κι όποιος κτυπά του ανοίγουν. Γιατί όποιος ζητά λαβαίνει κι όποιος ψάχνει βρίσκει κι όποιος κτυπά του ανοίγουν».

Μακάρι κι εμείς, αντάξια να ζητούμε και να λαμβάνουμε, να ψάχνουμε και να βρίσκουμε την οδό της ζωής. Αυτή, ταχύτατα να τη διαβούμε για να φθάσουμε γρήγορα να κτυπήσουμε για να μας ανοιγεί η πόρτα της αιωνιότητας με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου και Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού. Σ’ Αυτόν μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα ανήκει η δόξα τώρα και πάντοτε και σ’ όλη την αιωνιότητα. Αμήν.

πηγή

(Αγ. Νεοφύτου του Εγκλείστου, Λόγος Δ΄ -Απολογητικός και περί του ληστού)

23 Ιανουαρίου 2013

Ο καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Σπηλιάς, αρχιμανδρίτης Νεκτάριος, μιλά για την ιστορία της μονής και τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας.

VIDEO PLAYER by streaming host

22 Ιανουαρίου 2013

Ένα πανέμορφο πνευματικό μοναστήρι στον Όλυμπο- Ιερά Μονή Αγίου Διονυσίου του εν Ολύμπω


Ποιός είναι ο εσωτερικός άνθρωπος;

Στο 4ο κεφάλαιο της Β’ προς Κορινθίους επιστολής του μεγάλου αποστόλου Παύλου διαβάζουμε πολύ βαθειά και σημαντικά λόγια, τα οποία θα ήθελα να σας εξηγήσω. «Αλλ’ ει και ο έξω ημών άνθρωπος διαφθείρεται, αλλ’ ο έσωθεν ανακαινούται ημέρα και ημέρα» (Β’ Κορ. 4, 16).




Ποιός είναι ο εξωτερικός άνθρωπος; Είναι εκείνος ο κοινός, ο γνωστός σε όλους άνθρωπος, που αποτελείται από σάρκα και αίμα, από το νευρικό του σύστημα και τα οστά του. Ο άνθρωπος που αντιλαμβάνεται την εξωτερική υλική φύση διά των πέντε του αισθήσεων, διά της οράσεως, της ακοής, της οσφρήσεως, της αφής και της γεύσεως. Η πνευματική του ζωή περιορίζεται στην αντίληψη διά των πέντε αισθήσεων της υλικής κτίσεως και την επεξεργασία τους με το νου και την καρδιά. Το ενδιαφέρον του περί τα πνευματικά πολύ σπάνια υπερβαίνει τα γήινα ενδιαφέροντα.

Αλλά ήδη από τα αρχαία χρόνια πάντοτε υπήρχαν βαθυστόχαστοι άνθρωποι, οι οποίοι είχαν κατανοήσει ότι η ζωή της ψυχής και του πνεύματός μας δεν καθορίζεται μόνο από τις επιδράσεις του υλικού κόσμου. Αυτοί κατάλαβαν ότι ο άνθρωπος έχει την ικανότητα να αντιλαμβάνεται ότι υπάρχει πνευματικός κόσμος. Ο Έλληνας φιλόσοφος Πλωτίνος παρομοίαζε αυτή την διπλή ζωή της ψυχής και του πνεύματος του ανθρώπου με την ζωή των αμφιβίων ζώων που μπορούν να ζουν και μέσα στο νερό και στην ξηρά. Το ίδιο και η ανθρώπινη ψυχή ζει όχι μόνο με τις γήινες σκέψεις και τις αντιλήψεις των πέντε αισθήσεων αλλά έχει και κάποια ακατανόητη και άγνωστη σε μας έκτη αίσθηση που αποτελεί το μέσο πρόσληψης των μυστικών νουθεσιών του Αγίου Πνεύματος και αντιλήψεως του αγγέλου φύλακά της. Δι’ αυτής μπορούμε να έχουμε μία βαθειά και ζωντανή κοινωνία με τον Θεό, τους Αγγέλους, την Παναγία και τους Αγίους στις προσευχές μας.


Σ’ αυτή την πνευματική αντιμετώπιση του κόσμου συγκαταλέγονται και τα ανεξήγητα προαισθήματα, οι προβλέψεις, οι προρρήσεις, ακόμα και τα προφητικά όνειρα. Όλοι σας να διαβάσετε από τη Βίβλο το βιβλίο της Εσθήρ, το οποίο αρχίζει με μία καταπληκτική διήγηση του προφητικού ονείρου του Μαρδοχαίου για τον αγώνα του με τον Αμάν. Το όνειρο αυτό πραγματοποιήθηκε αργότερα σε όλες του τις λεπτομέρειες.


Ο ιδρυτής του λουθηρανισμού ο Λούθηρος βρήκε κάποτε σε μία βιβλιοθήκη μία παλαιά θεολογική πραγματεία στην οποία διάβασε μία ιδέα που του έκανε μεγάλη εντύπωση. Ο συγγραφέας του έργου αυτού έλεγε ότι η ανθρώπινη ψυχή έχει δύο μάτια. Το ένα είναι στραμμένο προς τη κοινή ζωή των ανθρώπων, ενώ το άλλο έχει την ικανότητα να θεωρεί την ζωή του άλλου κόσμου, και ουσιαστικά μόνο γι’ αυτό προορίζεται. Αλλά αυτά τα μάτια μπορούν να λειτουργήσουν μόνο ξεχωριστά το ένα από το άλλο και η πνευματική ζωή γίνεται ορατή μόνο τότε, όταν το ένα από τα δύο μάτια, το οποίο βλέπει μόνο τα υλικά, είναι κλειστό.


Πολύ πετυχημένη και ωραία έκφραση της ίδιας απόψεως την συναντάμε στο χριστιανό φιλόσοφο Ντε Πρελ. Αυτός λέει ότι τα άστρα λάμπουν στον ουρανό και την ημέρα αλλά εμείς δεν τα βλέπουμε επειδή τα επισκιάζει το φως του ηλίου. Τα άστρα αρχίζουν να φαίνονται μόνο τότε, όταν δύει ο ήλιος και πέφτει η νύχτα. Το ίδιο και η ψυχή, όταν την ξεκουφαίνει ο δυνατός θόρυβος των βιοτικών μερίμνων αυτή δεν ακούει τις λεπτές και τρυφερές φωνές του άνω κόσμου.


Ο εσωτερικός μας άνθρωπος, λοιπόν, είναι το πνεύμα μας, το οποίο είναι στραμμένο προς τα πάνω, προς τους ουρανούς, και είναι ελεύθερο από τα γήινα ενδιαφέροντα και επιθυμίες. Η ζωή του πνευματικού ανθρώπου διαφέρει ριζικά από τη ζωή του ψυχικού ανθρώπου στο ότι ο ψυχικός, όσο πιο πολύ ζει, τόσο περισσότερο μαραίνεται και γερνά. Στο σώμα του, αρχίζοντας από την ηλικία των σαράντα ετών ή και νωρίτερα, αρχίζει μία εκφυλιστική διεργασία: αδυνατούν οι μυς, παρουσιάζονται δυσκολίες στο βάδισμα, η όραση και η ακοή εξασθενούν, η μνήμη χάνεται και τα δόντια πέφτουν.


Ο εσωτερικός μας άνθρωπος, αντίθετα, μέρα με τη μέρα, ανακαινίζεται κατά τη διάρκεια όλης της ενσυνείδητης μας ζωής, αν το πνεύμα του δεν σέρνεται μέσα στις λάσπες της γήινης ζωής και πάντα θυμάται το λόγο του αποστόλου Παύλου: «Άνω σχώμεν τας καρδίας». Αν το μάτι μας εκείνο, που βλέπει μόνο τα γήινα, όλο και περισσότερο εξασθενίζει και τελικά νεκρώνεται, ενώ το άλλο μας μάτι, αυτό που είναι προορισμένο να θεωρεί τον πνευματικό κόσμο, αρχίζει να βλέπει πιο καθαρά. Έτσι μ’ αυτό τον τρόπο ο εσωτερικός μας άνθρωπος μέρα με τη μέρα ανακαινίζεται και πλησιάζει προς τον Θεό…


Μέχρι τώρα όταν έκανα λόγο για τις επιδράσεις του άλλου κόσμου στον εσωτερικό άνθρωπο εννοούσα μόνο τις ενέργειες του Αγίου Πνεύματος και των φωτεινών επουρανίων δυνάμεων. Όμως είναι άκρως σημαντικό για μας να θυμόμαστε και το ότι οι σκοτεινές δυνάμεις του άδη, ο διάβολος και οι άγγελοι αυτού, ασκούν και αυτοί πάνω μας άλλου είδους αόρατες επιδράσεις. Με όλες τις δυνάμεις τους αυτοί προσπαθούν να προβάλουν εμπόδια στο έργο της ανακαίνισης του εσωτερικού μας ανθρώπου και να μην τον αφήσουν τελικά να πορευθεί το δρόμο που οδηγεί στο Θεό.


Πιστεύω ότι τώρα, αδελφοί μου και αδελφές, σας είναι κατανοητό όλο το βάθος αυτού του λόγου του αποστόλου Παύλου: «Αλλ’ ει και ο έξω ημών άνθρωπος διαφθείρεται, αλλ’ ο έσωθεν ανακαινούται ημέρα και ημέρα» (Β’ Κορ. 4, 16). Νομίζω ότι και από μόνοι σας μπορείτε να βγάλετε το σωστό συμπέρασμα απ’ όλα αυτά που σας είπα και να καταλάβετε ότι ο σκοπός της ζωής μας είναι η ανακαίνιση της ψυχής μας με την μεγάλη υπομονή στην τεθλιμμένη και την ακανθώδη αυτή οδό, που οδηγεί στην Βασιλεία των Ουρανών. Είναι επίσης και η ακούραστη πάλη με τον διάβολο και τους κακούς αγγέλους του, που προσπαθούν να μας αποπλανήσουν για να εκτραπούμε από την σωτήρια αυτή οδό.


Η θεία βοήθεια της Αγίας Τριάδος να μας δυναμώσει σ’ αυτή τη δύσκολη πορεία μας. Αμήν.


πηγή (Αγ. Λουκά, Αρχιεπ. Κριμαίας, «Λόγοι και ομιλίες», τ. Α΄, εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, σ. 172-175)

20 Ιανουαρίου 2013

Φιλοκαλικά Άνθη στο Ψύχος

undefined
Ο νηπτικός άνθρωπος μπορεί να κρατήσει
 ζεστό και ανθηρό το εσωτερικό
 μέρος της καρδιάς του και να είναι 
πραγματικό φως για τους γύρω του.

Ο νηπτικός άνθρωπος, ακόμα και μέσα στο ψύχος της γύρω μας ιδιοτέλειας και ευτέλειας, ακόμα και μέσα στην πολυπραγμοσύνη μας και τον καθημερινό εξοντωτικό πολλές φορές αγώνα επιβίωσης, μπορεί να κρατήσει ζεστό και ανθηρό το εσωτερικό μέρος της καρδιάς του και να είναι πραγματικό φως για τους γύρω του.

Γιατί όπως λέει πάλι ο Αββάς Ησύχιος: Όπως ο άνθρωπος που ατενίζει τον ήλιο έχει το πρόσωπο του λουσμένο στο φως, έτσι είναι αδύνατο να μην φωτισθή αυτός που σκύβει συνεχώς μέσα του...


ΦΙΛΟΚΑΛΙΚΑ ΑΝΘΗ

Για να αντέξουμε το γύρω μας ψύχος:
Η θαυμαστή ωφέλεια του νου από την ησυχία είναι ότι τα αμαρτήματα, που χτυπούν στην αρχή την πόρτα του νου με την μορφή απλών λογισμών, ώστε αν γίνουν δεκτά στην σκέψη, να εξελιχθούν στην συνέχεια σε βαρειά σωματικά αμαρτήματα, όλα αυτά τα σταματά ο νους ο ασκημένος στην νήψη και δεν τα αφήνει να προσβάλλουν τον έσω άνθρωπο και να καταλήξουν σε φαύλες πράξεις, με την δύναμη και τη βοήθεια του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.

Άγιος Ησύχιος ο Πρεσβύτερος: Προς το Θεόδουλο, λόγος περί νήψης και αρετής χωρισμένος σε 203 κεφάλαια (τα λεγόμενα αντιρρητικά και ευκτικά).
 

Ὁ Ἥλιος τῆς Ἐρήμου. Ὁ Μέγας Εὐθύμιος


(ἀπὸ τὸ Ἀσάλευτο Θεμέλιο, Ἀκρίτας 1996)
 
Ἀληθινὰ κράζει ὁ προφήτης: «Ἀγαλλιάσθω ἡ ἔρημος καὶ ἀνθήτω ὡς κρῖνον». Μὲ τὴ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ γεμίσανε οἱ ἐρημιὲς ἀπὸ ἁγίους ἀνθρώπους, ἀπὸ ἄνθη πνευματικά. «Καὶ ἀντὶ τῆς στιβῆς, ἀναβήσεται κυπάρισσος, ἀντὶ δὲ τῆς κονίζης, ἀναβήσεται μυρσίνη». Καὶ ὁ ὑμνωδὸς γιὰ τὸν καθένα ἀπ᾿ αὐτοὺς τοὺς ἀγγελικοὺς κατοίκους τῆς ἐρήμου, ποὺ εἴχανε τὸ δάκρυ καθημερινό, ἀλλὰ ὄχι τὸ δάκρυ τῆς ἀπελπισίας, ἀλλὰ τῆς κατανύξεως τὸ «χαροποιὸν δάκρυον» ψέλνει παθητικά: «Ταῖς τῶν δακρύων σου ροαῖς, τῆς ἐρήμου τὸ ἄγονον ἐγεώργησας, καὶ τοῖς ἐκ βάθους στεναγμοῖς εἰς ἑκατὸν τοὺς πόνους ἐκαρποφόρησας, καὶ γέγονας φωστήρ, τῇ οἰκουμένῃ λάμπων τοῖς θαύμασι, Εὐθύμιε πατὴρ ἡμῶν ὅσιε. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.»
 

Ὁ ἅγιος Εὐθύμιος ὁ Μέγας, ποὺ ἑορτάζει τὴ μνήμη του ἡ Ἐκκλησία στὶς 20 τοῦ Ἰανουαρίου, ἐστάθηκε ἕνας ἀπὸ τοὺς φωστῆρες τῆς ἀσκητικῆς πολιτείας. Γεννήθηκε στὴ Μελιτηνὴ τῆς Ἀρμενίας στὰ 377 μ.X. Ἀληθινὰ ἐκ κοιλίας μητρὸς ἤτανε ἁγιασμένος, γιατὶ ἀφοσιώθηκε στὸ Θεὸ ἀπὸ τριῶν χρονῶν παιδί. Ὁ Κύριλλος ὁ Σκυθοπολίτης, ποὺ μόνασε στὸ κοινόβιο τοῦ ἁγίου Εὐθυμίου ὕστερα ἀπὸ τὴν κοίμηση τοῦ ἁγίου, γράφει πὼς ἀπὸ τὰ πρῶτα χρόνια της ἡλικίας του τὸ στόμα του ἀενάως δοξολογοῦσε τὸ Θεό, ἡ χαρά του ἤτανε νὰ πηγαίνει στὴν ἐκκλησία καὶ νὰ ἀκούγει τὰ ἅγια γράμματα μὲ φόβο καὶ κατάνυξη. «Τὸν δὲ μεταξὺ χρόνον, οἶκοι ἐσχόλαζεν ἔν τε τῇ προσευχῇ καὶ τῇ ψαλμωδίᾳ καὶ ταῖς τῶν θείων λόγων ἀναγνώσεσι, διανυκτερεύων τε καὶ ἡμερεύων, εἰδὼς ὅτι ὁ μελετῶν ἐν νόμῳ Κυρίου ἡμέρας τε καὶ νυκτὸς ἔσται ὡς καὶ τὸ ξύλον τὸ πεφυτευμένον παρὰ τὰς διεξόδους τῶν ὑδάτων, ὃ τὸν καρπὸν αὐτοῦ δώσει ἐν καιρῷ αὐτοῦ».

Σὰν ἔγινε 29 χρονῶν, πῆγε στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ προσκύνησε τοὺς ἁγίους Τόπους, ἔπειτα ἐπισκέφθηκε τοὺς πατέρας τῆς ἐρήμου καὶ τέλος κατοίκησε σ᾿ ἕνα σπήλαιο τῆς λαύρας τοῦ Φαρᾶν, κ᾿ ἐζοῦσε μὲ τέλεια ἀκτημοσύνη, πλέκοντας ψάθες γιὰ τὴ συντήρησή του. Ἐκεῖ κάθισε πέντε χρόνια, μ᾿ ἕναν ἄλλον ἀσκητὴ Θεόκτιστο. Μετὰ τὰ πέντε χρόνια πήγανε ἀπὸ τὸ Φαρᾶν καὶ ἥβρανε μέσα σ᾿ ἕνα ξεροπόταμο, ποὺ τὸ λένε τώρα Οὐάντι Δαμπόρ, ἕνα σπήλαιο ἀπόγκρεμνο, κ᾿ ἐκεῖ κατοικήσανε. Μὲ τὸν καιρὸ πληθύνανε οἱ ἀδελφοί, καὶ στὸ τέλος κάνανε ἕνα μοναστήρι κοινόβιο, τὸ πρῶτο ποὺ γίνηκε στὴν Παλαιστίνη, καὶ μέσα σ᾿ αὐτὸ οἱ μοναχοὶ ζούσανε μὲ ἄκραν αὐστηρότητα. Ὁ μέγας Εὐθύμιος, ὁ ἡγούμενός του, ἔλεγε: «Ὀφείλει εἶναι ὁ μοναχὸς ὅλος ὀφθαλμός, πάντοθεν ἐαυτὸν περισκέπην ἀκοίμητον ἔχων πρὸς τὴν αὐτοῦ φυλακὴν τὸ τῆς ψυχῆς ὄμμα, ὡς ἐν μέσῳ παγίδων διοδεύων ἀεί». Ἀπὸ τὴν αὐστηρότητα τοῦ βίου κάποιοι μοναχοὶ ἀπαυδήσανε καὶ θέλανε νὰ φύγουνε. «Τὰ κελλία στενὰ λίαν καὶ ἀπαραμύθητα ἦσαν, οὕτως αὐτὰ τοῦ Μεγάλου Εὐθυμίου κελεύσαντος».

Χρειάζεται πολὺ χαρτὶ καὶ μελάνι γιὰ νὰ γράψει κανένας καταλεπτῶς τὴν πολιτεία τοῦ ἁγίου Εὐθυμίου, τὰ λόγια του ποὺ σωθήκανε στὸ βίο του, τὰ θαύματά του καὶ τὴν κοίμησή του. Ἡ ἁγιότητά του ἀκούσθηκε σ᾿ ὅλη τη χριστιανοσύνη. Ὀνομάσθηκε «μέγας φωστὴρ καὶ ἥλιος τῆς ἐρήμου». Ἀνεπαύθη ἐν Κυρίῳ στὶς 20 Ἰανουαρίου τοῦ ἔτους 473 μ.X., ἡμέρα Σάββατο, σὲ ἡλικία 97 χρονῶν. «Ἢν δὲ τὸ εἶδος αὐτοῦ ἀγγελικόν, ἡ ἕξις ἄπλαστος (ἀφελής, ἀπροσποίητη), τὸ ἦθος πραΰτατον, ἡ δὲ φαινομένη τοῦ σώματος αὐτοῦ ὄψις στρογγυλοειδὴς τε ὑπῆρχε καὶ φαιδρὰ καὶ λευκὴ καὶ εὐόμματος. Ἢν δὲ ὑποκόλοβος τὴν ἡλικίαν καὶ ὁλοπόλιος, ἔχων τὸν πώγωνα μέγαν, φθάνοντα ἕως τῆς κοιλίας, καὶ ἀσινὴ πάντα τὰ μέλη· οὔτε γὰρ οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ ἢ οἱ ὀδόντες ἢ ἕτερον μέλος τὸ παράπαν ἐβλάβη ἀλλὰ στερρός τε καὶ πρόθυμος ὢν ἐτελειώθη».

Ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ θαύματα ποὺ ἔκανε εἶναι καὶ τὸ ἀκόλουθο, ποὺ τὸ διηγήθηκε στὸν Κύριλλο, ὁ ὁποῖος ἔγραψε τὸ βίο τοῦ ἁγίου Εὐθυμίου, ἕνας φύλαρχος Σαρακηνός, Τερέβωνας λεγόμενος, γιὰ τὸν πάππο του ποὺ εἶχε τὸ ἴδιο ὄνομα καὶ ποὺ τὸν ἕγιανε ὁ ἅγιος. Αὐτὸς λοιπὸν ὁ γέρο – Τερέβωνας, τὸν καιρὸ ποὺ ἦταν ἀκόμα παιδὶ παράλυσε τὸ μισὸ κορμί του, τὸ δεξιὸ μέρος, ἀπὸ τὸ κεφάλι ἕως τὰ πόδια. Ὁ πατέρας του Ἀσπέβετος, ποὺ ἤτανε κι᾿ αὐτὸς φύλαρχος, ἤτανε ἀπαρηγόρητος, γιατὶ οἱ γιατροὶ δὲν μπορέσανε νὰ δώσουνε ὠφέλεια στὸ παιδί του. Βρισκότανε στὴν Ἀραβία κ᾿ εἴχανε στήσει τὰ τσαντήρια τους. Ὅπου, μιὰ νύχτα, βλέπει τὸ ἄρρωστο παιδὶ στὸν ὕπνο τοῦ ἕναν καλόγερο μὲ μακριὰ γενειάδα καὶ τοῦ λέγει: «Τί ἀσθένεια ἔχεις;» Κ᾿ ἐκεῖνο ἔδειξε τὸ παράλυτο μέρος τοῦ κορμιοῦ του. Κι᾿ ὁ μοναχός του λέγει πάλι: «Ὅ,τι τάξεις στὸ Θεό, θὰ τὸ κάνεις, ἂν ἐλευθερωθεῖς ἀπὸ τὴν ἀρρώστια;» Καὶ τὸ παιδὶ εἶπε: «Ναί». Τότε τοῦ λέγει ὁ γέροντας: «Ἐγὼ εἶμαι ὁ Εὐθύμιος, ποὺ κάθουμαι στὴν ἔρημο, δέκα μίλια ἀνατολικὰ τῆς Ἱερουσαλήμ, μέσα στὸ ξεροπόταμο ποὺ εἶναι νοτινὰ ἀπὸ τὸ δρόμο ποὺ πηγαίνει στὴν Ἱεριχώ. Ἂν θέλεις νὰ θεραπευθεῖς, ἔλα σὲ μένα κι᾿ ὁ Θεὸς θὰ σὲ γιατρέψει».

Τὸ πρωί, εἶπε τὸ ὄνειρο τὸ παιδὶ στὸν πατέρα του, κ᾿ ἐκεῖνος ἀμέσως πρόσταξε νὰ σηκώσουνε τὶς τέντες καὶ νὰ τραβήξουνε κατὰ τὸ μοναστήρι τοῦ ἁγίου Εὐθυμίου, ποὺ τὸ βρήκανε ρωτώντας. Οἱ μοναχοί, σὰν εἴδανε τὸ πλῆθος τῶν βαρβάρων, φοβηθήκανε. Μοναχὰ ὁ Θεόκτιστος κατέβηκε καὶ τοὺς ρώτησε τί ζητᾶνε. Κ᾿ ἐκεῖνοι τοῦ εἴπανε «τὸν Εὐθύμιο, τὸ δοῦλο τοῦ Θεοῦ». Ἐπειδὴ ὅμως ὁ ἅγιος Εὐθύμιος ἡσύχαζε κ᾿ εἶχε δώσει παραγγελία νὰ μὴν τὸν ἀνησυχήσουνε ὡς τὸ Σάββατο, εἶπε στὸν Ἀσπέβετο νὰ περιμένουνε. Ἀλλὰ ὁ δυστυχὴς πατέρας τοῦ ἔδειξε τὸ παιδὶ ποὺ κειτότανε ξυλιασμένο καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ τὸν λυπηθεῖ. Τότε ὁ Θεόκτιστος πῆγε καὶ εἶπε στὸν ἅγιο τὴν ἱστορία. Κ᾿ ἐκεῖνος κατέβηκε, καὶ σὰν εἶδε τὸ παιδί, ἔκανε προσευχὴ πολλὴν ὥρα, ὕστερα τὸ σταύρωσε, καὶ παρευθὺς ἔγινε καλὰ ὁ Τερέβωνας. Βλέποντας οἱ Ἀραπάδες αὐτὸ τὸ θαῦμα, γονατίσανε καὶ φιλούσανε τὰ πόδια τοῦ ἁγίου, καὶ τὸν παρακαλούσανε νὰ τοὺς βαφτίσει. Τότε ὁ ἅγιος παράγγειλε νὰ κάνουνε μία μικρὴ κολυμβήθρα σὲ μιὰ γωνιὰ τῆς σπηλιᾶς, ποὺ σώζουνταν ὡς τὸν καιρὸ ποὺ τὰ ἔγραφε ὁ Κύριλλος, κι᾿ ἀφοῦ τοὺς κατήχησε, τοὺς βάφτισε. Τοὺς κράτησε στὸ μοναστήρι σαράντα μέρες γιὰ νὰ τοὺς διδάξει τὰ τῆς θρησκείας, κ᾿ ὕστερα φύγανε. Ἕνας μοναχὰ ἀπόμεινε στὸ μοναστήρι, ὁ θεῖος τοῦ Τερέβωνα, Τερέβωνας κι᾿ αὐτός, ἀδελφὸς τῆς μητέρας του, καὶ χειροτονήθηκε καλόγηρος, καὶ μοίρασε ὅλα τὰ ὑπάρχοντά του στοὺς φτωχούς, ἀφοῦ ἔδωσε πολλὰ χρήματα γιὰ νὰ μεγαλώσουνε τὸ μοναστήρι. Στάθηκε τύπος καὶ ὑπογραμμὸς στὴν εὐσέβεια, καὶ κοιμήθηκε ἐν εἰρήνῃ.

Μιὰ Κυριακὴ λειτουργοῦσε ὁ ἅγιος Εὐθύμιος, καὶ κατὰ τὰ συνηθισμένα κάποιος εὐλαβέστατος μοναχὸς Δομετιανὸς στεκότανε στὰ δεξιά της ἁγίας Τραπέζης βαστώντας τὸ λειτουργικὸ ριπίδι, κι᾿ ὁ Μαρίνος ὁ Σαρακηνὸς στεκότανε κοντὰ στὸ θυσιαστήριο, ἀκουμπώντας τὰ χέρια του στὰ κάγκελα. Ἄξαφνα βλέπει φωτιὰ νὰ κατεβαίνει ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ νὰ ἁπλώνεται ἀπάνω στὸ θυσιαστήριο σὰν νἄτανε σεντόνι πύρινο, καὶ σκέπασε τὸ μέγα Εὐθύμιο καὶ τὸ μακάριο Δομετιανό. Καὶ ἔμεινε ἔτσι σ᾿ ὅλο τὸ χερουβικό. «Τοῦτο δὲ τὸ θαῦμα οὐδεὶς εἶδεν εἰμὴ οἱ ὄντες τοῦ πυρὸς ἔνδον, καὶ Τερέβων, καὶ ὁ Χρυσίππου ἀδελφὸς Γαβρήλιος ὁ Καππαδόκης, εὐνοῦχος ὧν ἀπὸ γεννήσεως καὶ δι᾿ εἰκοσιπέντε ἐνιαυτῶν τότε εἰς τὴν ἐκκλησίαν προσελθών. Φόβω τοίνυν συσχεθεὶς ὁ Τερέβων, ἔφυγεν εἰς τὰ ὀπίσω, καὶ ἀπὸ τότε οὐκέτι προέθετο ἐπιστηρίζεσθαι τῷ καγκέλῳ τοῦ ἱερατείου, καθ᾿ ἣν εἶχε συνήθειαν τολμηρῶς καὶ θρασέως τοῦτο ποιεῖν κατὰ τὴν ὥραν τῆς θείας προσκομιδῆς, ἀλλ᾿ ὀπίσω πλησίον τῆς θύρας τῆς ἐκκλησίας ἵστατο, μετὰ φόβου καὶ εὐλαβείας κατὰ τὴν τῆς συνάξεως ὥραν κατὰ τὴν κελεύουσαν ἐντολὴν εὐλαβεῖς ἔσεσθαι τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ καὶ μὴ καταφρονητάς».

Η ΙΕΡΑ ΜΑΣ ΜΟΝΗ ΑΠΟ ΨΗΛΑ!

ΟΜΙΛΙΕΣ ΚΑΙ ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ