13 Ιουλίου 2020

Λαχτάρα Αἰωνιότητος

Ἀρχιμ. Δαμασκηνοῦ Κατρακούλη



Ἰδού, ἔρχομαι ταχύ. Ἀμήν. ναί ἔρχου,Κύριε Ἰησοῦ. (Ἀποκ. κβ΄ 12, 20)1

Ὁ θεῖος λόγος τοῦ Εὐαγγελίου, ὁ ὁποῖος ἐξέρχεται ἀπό τόν ἄμβωνα τῆς Ἐκκλησίας, περιέχει ποικίλα σπέρματα ἀληθείας καί θεογνωσίας. Ἡ μελέτη τοῦ θείου λόγου νά εἶναι ἡ τρυφή καί ἡ τροφή τῆς ζωῆς μας.

Ἐγώ, παιδιά, κάθε βράδυ διαβάζω Εὐαγγέλιο γιά νά εἰσχωρήση μέσα μου ὁ Κύριος. Μέ τό Εὐαγγέλιο γίνεται ἡ ἀλληλοπεριχώρησις τοῦ ἠμαγμένου Ἀμνοῦ καί τῆς ψυχῆς μας. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι κληθήκαμε ν’ ἁγιάσωμε. Νά γίνωμε εὐωδία Χριστοῦ. Σκοπός μας εἶναι νά ἀνταποκριθοῦμε στήν κλῆσι τοῦ Θεοῦ καί νά γίνωμε φῶς. Μέ τήν τήρησι τοῦ Εὐαγγελίου νά γίνωμε λόγος τοῦ Θεοῦ.

Μέσα στήν Ἐκκλησία, λοιπόν, ἁρπάζει ὁ ἕνας τόν θεῖο λόγο καί πηγαίνει εἰς τάς ἐρήμους, γιά νά πραγματώση τό Εὐαγγέλιον. Ὁ ἄλλος τό ἁρπάζει καί πηγαίνει στήν Ἀφρική, στήν Ἀσία κ.λπ. νά φωτίση τούς ἀνθρώπους ὡς ἱεραπόστολος. Ὁ ἄλλος παίρνει τόν θεῖο σπόρο καί τόν καλλιεργεῖ μέσα στήν κοινωνία ὡς ἐπίσκοπος, ὡς ἱερεύς, ὡς οἰκογενειάρχης καί κάνει ἔργο τοῦ τήν σπορά τοῦ θείου λόγου. Ἐμεῖς πήραμε τό Εὐαγγέλιον ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα ὁ καθένας καί ἤλθαμε στό μοναστῆρι, γιά νά δοξάσωμε τόν Θεό μέ τήν τήρησι τῶν ἐντολῶν Του.

Κάθε μοναστῆρι εἶναι ἕνα πέραμα, ἕνα φεριμπότ, πού θά μᾶς περάση ἀπέναντι, στήν ὄχθη τοῦ οὐρανοῦ. Σήμερα αὐτό μέ ἀπησχόλησε ἐμένα. αὐτό ἀκριβῶς τό ταξίδι. Πρέπει νά σπάσωμε τόν φραγμό τοῦ θανάτου μέ τήν ἐπιθυμία τῆς αἰωνίου ζωῆς. Σκεπτόμουν, λοιπόν, πώς θά μπορέσωμε τό μήνυμα τοῦ θανάτου νά τό περιμένωμε ὡς τήν πλέον εὐχάριστη ἀγγελία. Προχθές ἀναφέραμε μερικές θεῖες ἀποκαλύψεις, πού εἶχε ὁ Μητροπολίτης Ε. στίς τελευταῖες του στιγμές. Καί χάρηκε ἡ ψυχή μας. Πράγματι, γνωρίζουμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ὁ ἀγαπήσας τόν Θεόν, δέχεται τέτοιες ἀποκαλύψεις στίς τελευταῖες στιγμές τῆς ζωῆς του. Ὁ Κύριος του παρουσιάζει ἤδη ἀπό τήν παροῦσα ζωή τί ἀπολαύσεις τόν ἀναμένουν στήν πανήγυρι τῶν πρωτοτόκων, ἐκεῖ πού βασιλεύει τό φῶς, τό ἄκτιστο φῶς, τό γλυκύτατο ὡς ἡ χιών.

Ἡ ζωή τοῦ οὐρανοῦ εἶναι φῶς, γλυκύτατο, λευκότατο. Ἐπιθυμῶ αὐτήν τήν λευκοτάτη, τήν χιονάτη ζωή τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Γιατί δέν ὑπάρχει πιό εὐχάριστο γεγονός ἀπό αὐτήν τήν διάβασι στήν ἀντίπερα ὄχθη. Ἐάν νοσταλγοῦμε νά μεταβοῦμε σέ μία παραλία, π.χ. στήν Κέρκυρα ἤ στόν Ἅγιο Διονύσιο, ὅπου θά ἀντικρύσωμε γήινες ὀμορφιές, πού παρόμοιες ἔχομε ἤδη ἀπολαύσει, σκεφθῆτε πῶς πρέπει νά νοσταλγοῦμε αὐτό τό πέραμα στήν ἄλλη ζωή, στό αἰώνιο Φῶς. Μέσα στό μοναστῆρι γίνεται αὐτή ἡ ἑτοιμασία γιά τήν μετάβασι στήν οὐράνια ὄχθη τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Καί ἄν ἀπό τώρα γνωρισθοῦμε γιά τά καλά μέ τόν ἄνω κόσμο, θά ἔχωμε μία καλή συνοδεία φίλων Ἁγίων κατά τήν ἔξοδό μας.

Μέ πόση εὐχαρίστησι πρέπει νά ἀναμένωμε τόν θάνατο! Νά μήν τόν ἀντικρύζωμε ὡς μάχαιρα πού θά μᾶς κόψῃ ἀπό τήν ζωή, ἀλλά σάν φωτεινή πύλη, πού θά μᾶς εἰσαγάγη στήν αἰωνιότητα. Αὐτή ἦταν ἡ σκέψις μου ἐμένα σήμερα. Ἄλλωστε, ἔχουμε πεῖ πολλές φορές ὅτι πρέπει νά κάνωμε τόν θάνατο εὐχάριστο. Νά μήν τόν ἀντιμετωπίζωμε μέ φόβο. Ἅπαξ καί ὁ Χριστός ἐσταυρώθη καί ἀνέστη, κατελύθη ἡ ἰσχύς τοῦ θανάτου, ἐσπάσθησαν τά κλεῖθρα τοῦ ᾅδου. Ἡ θύρα ἠνοίχθη. καί ἐλευθέρως πλέον κάθε πιστός ἠμπορεῖ νά εἰσέλθη στήν αἰώνια μακαριότητα.

-Τί εἶναι ὅμως αὐτό πού θά μᾶς κάνῃ νά ἐπιθυμήσωμε τόν θάνατο;

-Ἡ φλόγα τῆς δροσερῆς ἀγάπης πρός τόν Θεόν ἀνάβει τήν δίψα τῆς αἰωνίου ζωῆς.

«Ἀγαπήσατε τόν Θεόν καί εὐρήσετε χάριν αἰώνιον… καί ἀνάπαυσιν μετά πάντων τῶν ἁγίων», λέγει ὁ ὑμνῳδός (Ἀκολουθία Ἄγ. Ἀντωνίου, δοξαστικόν της Λιτῆς).

Ἐάν ἡ καρδιά μᾶς φλέγεται ἀπό θεῖον ἔρωτα, ὁ Κύριος θά ἀνταποκριθῆ ἀμέσως στήν ἀγάπη πού θά τοῦ προσφέρωμε ἐμεῖς καί θά μᾶς χαρίση τήν αἰώνιο ἀτένισι τῆς θεϊκῆς Του μορφῆς.

Θά μοῦ πῆτε: «Καλά τό συζητᾶμε τώρα αὐτό τό θέμα. Ἀλλά μόλις φθάσωμε στήν ὥρα τοῦ θανάτου, ἀμέσως μᾶς καταλαμβάνει ἕνας φόβος». Πράγματι ἔτσι λέει ἡ πεῖρα τῆς ζωῆς. Ὁ πιστός ὅμως δέν συναντᾷ αὐτή τήν δειλία. Καί σκεπτόμουν σήμερα πῶς θά νιώθουν αὐτοί οἱ πιστοί, οἱ μεγάλοι ἀγωνισταί, πού ὁ Κύριος τους πληροφορεῖ -εἴτε ὁ Ἴδιος, εἴτε διά τῆς Θεοτόκου εἴτε διά τῶν Ἁγίων Του- ὅτι «ἐντός ὀλίγου θά σέ πάρω». Σκεφθῆτε τί θά αἰσθάνωνται αὐτοί οἱ ἄνθρωποι μέσα στήν ψυχή τους! Τί ἀγαλλίασις θά πληρώνῃ τήν ὕπαρξί τους, ὅταν θά ἑτοιμάζωνται νά μεταβοῦν πρός τήν αἰωνιότητα! Αὐτήν τήν μεγάλη δωρεά ὁ Θεός δέν τήν παρέχει μόνο σέ ὠρισμένους, ἀλλά σέ ὅλους ἐκείνους πού τήν ἐπιθυμοῦν. Καί ἔλεγα σήμερα μόνος μου: «Ἄραγε εἶναι δύσκολο ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ νά μᾶς ἀξιώση καί μᾶς νά φθάσωμε στήν εὐχάριστη αὐτή στιγμή καί νά ἀκούσωμε τήν εὐφρόσυνη ἀγγελία;».

Λέμε ὅτι ἀγαπήσαμε τόν Θεόν… Τί εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ; Χαρά καί ἀγαλλίασις! Πῶς, λοιπόν, εἶναι δυνατόν, ὅταν φθάνῃ ὁ θάνατος, νά μᾶς καταλαμβάνῃ δυστυχία καί σκότος, ἀφοῦ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι φῶς καί αἰωνιότης καί εἰρήνη ἄφραστος; Αὐτό τό θέμα τοῦ θανάτου δέν τό ἔχομε πολύ καλλιεργήσει μέσα μας καί δέν φθάσαμε ἀκόμη στό σημεῖο νά ἔχωμε πλήρη τήν συνείδησι τῆς ἀθανάτου ζωῆς καί τήν πληροφορία τῆς αἰωνιότητος. Τό πιστεύομε, τό ξέρουμε ὅλοι, ἀλλά δέν τό ἀναμένουμε ὡς ἕνα γεγονός εὐχάριστο, ἐνῷ γι’ αὐτό φύγαμε ἀπό τόν κόσμο. γιά νά φθάσωμε σ’ αὐτή τήν εὐφρόσυνο στιγμή, ν’ ἀναχωρήσωμε ἀπό τόν παρόντα αἰῶνα πρός τό μέλλοντα, πρός τήν αἰωνιότητα.

«Ἀγαπήσατε τόν Θεόν»! Πῶς τόν ἀγαπᾶμε τόν Θεό; Μόνο μέ τά λόγια; Εἶναι δυνατόν νά λέῃ ἕνας ἄνθρωπος «Ἀγαπῶ τόν Θεόν» καί τά ἔργα του νά εἶναι ἀνάποδα, ἀντίθετα ἀπό τόν θεῖο νόμο; Εἶναι δυνατόν νά μή πραγματώνῃ τό Εὐαγγέλιο; Ὅταν λέμε ὅτι πήραμε στά χέρια μας τό Εὐαγγέλιο καί ὑποσχεθήκαμε ὅτι θά τό πραγματώσωμε, τί σημαίνει αὐτό τό πρᾶγμα; Σημαίνει ὅτι θά ζήσωμε σύμφωνα μέ τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ. θά τηρήσωμε τό Εὐαγγέλιο, καί θά τό ἐναποθέσωμε πάλι στήν ἁγία Τράπεζα τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὁμολογώντας ὅτι μείναμε «πιστοί ἄχρι θανάτου», μέ τούς λόγους: «Τόν δρόμον τετέλεκα, τήν πίστιν τετήρηκα. λοιπόν ἀποκειταί μοί ὁ τῆς δικαιοσύνης στέφανος, ὄν ἀποδώσει μοί ὁ Κύριος ἐν ἐκείνῃ τή ἡμέρα, ὁ δίκαιος κριτής» (Β’ Τίμ. δ’, 7-8). Εἴθε νά ἀξιωθῆ ἡ ψυχή μας νά πῇ αὐτόν τόν λόγο πρός τόν Θεό, πρός τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.

Ὅ,τι καί νά κάνωμε, ὅσο καί νά προσπαθήσουμε καί νά ἀγωνισθοῦμε, ἐάν δέν προσανατολισθοῦμε πρός τήν αἰώνιο ζωή καί τήν ἀνέσπερη βασιλεία, νομίζω ὅτι μέσα μας δέν θά ἔχωμε τήν πληροφορία τῆς σωτηρίας. Ὅταν τηρῶ τάς ἐντολάς, ἡ συνείδησίς μου εἶναι ἀναπαυμένη ἀπέναντί του Θεοῦ. Ἀλλά γιά νά ἐπιτύχωμε τήν τελεία ἀνάπαυσι, εἶναι ἀπαραίτητη καί ἡ καλλιέργεια τῆς προσδοκίας τῆς ἀναχωρήσεώς μας καί ἡ δίψα αὐτῆς τῆς στιγμῆς τοῦ θανάτου.

Εἴδατε; Μόλις ἀκοῦμε τήν λέξι «θάνατος», μᾶς πιάνει φόβος. Πρέπει ὅλοι ὅμως νά ἔχωμε δίψα θανάτου. ἰδιαίτερα οἱ μοναχοί, ἀλλά καί κάθε χριστιανός. Νά διψᾶμε αὐτήν τήν ὥρα τῆς μεταβάσεώς μας στά οὐράνια σκηνώματα. Αὐτήν τήν δίψα εἶχαν ὅλοι οἱ Ἅγιοί της Ἐκκλησίας μας καί αὐτήν ἔχουν καί οἱ σημερινοί ἅγιοι καί εἰδικώτερα οἱ Ἁγιορεῖτες. Ἀλλά καί οἱ πιστοί στόν κόσμο καί οἱ ἐργᾶται τοῦ Εὐαγγελίου καί οἱ ἱεραπόστολοι, μέ αὐτήν τήν δίψα τοῦ θανάτου πραγματώνουν τόν θεῖο λόγο καί τελοῦν τά ἔργα τῆς πίστεως. μετακινοῦν ἀκόμη καί ὄρη. Καί ἐμεῖς, λοιπόν, διά τῆς πίστεως νά μετακινήσωμε τήν ψυχή μας. Καί ἀπό τόν ᾅδη νά τήν ἀνεβάσωμε στήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Ἄς παρακαλοῦμε τόν Κύριο νά μᾶς ἀνοίγῃ φωτεινούς ὁρίζοντας πίστεως καί ἀγάπης πρός Αὐτόν. Ἡ πίστις δέν εἶναι ἁπλό πρᾶγμα. οὔτε ὁ ἄνθρωπος, πού εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἄπειρες διαστάσεις. Ἐπειδή ἐπλάσθη «κατ’ εἰκόνα» Θεοῦ, κατευθύνεται πρός τό ἄπειρο, πρός τήν ἄνω Ἱερουσαλήμ. Ὅταν λέω «κατευθύνομαι πρός τόν ἄπειρο», σημαίνει σκέπτομαι τόν ἄπειρο Θεό καί τήν μετάβασί μου στήν αἰωνιότητα.

Ἀλλά πῶς θά ἀγαπήσω τόν Θεόν; πῶς θά ἀνοίξω τήν ψυχή μου πρός Αὐτόν καί πῶς θά διαθέσω ὅλη μου τήν ὕπαρξι στήν ἀγάπη Του; Ὑπάρχουν πολλοί τρόποι τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Καί ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι διατεθειμένος νά θυσιάζεται γιά τόν Θεόν, δέν κάνει καί ἁμαρτίες. Ἔτσι δέν εἶναι, παιδιά; Προσέχει τόν λόγο του, προσέχει τίς σκέψεις του, τίς διαθέσεις του.

Μέ τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἀνοίγει ὁ ὁρίζων τῆς ψυχῆς ἀμέσως καί ὁ ἄνθρωπος γίνεται διάπλατος. Ἡ ὕπαρξίς του ἀμέσως εὐρύνεται, γιατί τείνει πρός τόν ἄπειρο Θεόν καί τήν αἰώνιο ζωή. Αὐτόν τόν ἄπειρο Θεόν ἀγαπήσαμε καί ξεκινήσαμε νά Τόν συναντήσωμε. Γι’ αὐτό μας ἀναπαύει ἡ ἡσυχία καί ἡ ἐρημία. Δέν μᾶς ἀναπαύει ὁ κόσμος καί τά τοῦ κόσμου, παρά μόνον ἡ ἡσυχία καί ἡ ἐρημία. Καί ἐπιθυμοῦμε νά βασιλεύη στήν ψυχή μας ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ καί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.

Ὅταν λέγω «ἀγαπῶ τόν Θεόν», ἡ καρδία μου πλαισιώνεται ἀμέσως μέ εὐλογία. Ὁ Θεός -ὅπως ἔχουμε συζητήσει πολλές φορές- εἶναι «ζηλότυπος» γιά κάθε ψυχή. Τήν θέλει ὅλη δική Του. Θέλει δηλαδή νά τήν δοξάση, θέλει νά τήν γεμίση μέ τήν χάρι Του. Ὁ Θεός δέν ἔχει ἀνάγκη τῆς ἰδικῆς μᾶς ἀγάπης. Ἀλλά ἐπειδή ὁ Ἴδιος ἔχει ἄπειρον ἀγάπη καί ἀπερινόητον, θέλει τήν ψυχή μᾶς ὁλόκληρη κοντά Του. Ἐάν ἐμεῖς τολμᾶμε νά λέμε ὅτι ἀγαπήσαμε τόν Θεόν, ἀντιλαμβάνεσθε ποία εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρός ἠμᾶς! Γι’ αὐτό πρέπει ἡ σκέψις μας νά εἶναι ὅλη τήν ἡμέρα προσηλωμένη στόν Θεό. Οὔτε τρίχα νά μήν κάνωμε πέρα ἀπό τήν δική Του ἀγάπη. Οὐδεμία ματιά νά ρίχνωμε πρός τόν κόσμο. οὔτε ἀριστερά, οὔτε δεξιά. Μόνο τό πρόσωπο τοῦ Κυρίου νά μᾶς ἑλκύῃ. Τό βλέμμα μας νά ἀτενίζῃ διαρκῶς τήν ἀντίπερα ὄχθη. Νά ἀναμένωμε τήν εὐχάριστο διάβασι. ὄχι τόν θάνατο τοῦ ἀφανισμοῦ καί τοῦ σκότους, ἀλλά τήν διάβασι πρός τό φῶς τό ἀνέσπερο, πρός τό ἄκτιστο φῶς, τό αἰώνιο φῶς, τήν λαμπρᾶν δόξαν τοῦ Θεοῦ καί τήν ἄφατον λαμπρότητα τῆς βασιλείας Του. Μέ τούς ὀφθαλμούς τῆς ψυχῆς μας νά ἔχωμε «συνόρασι» μετά τοῦ θείου ὀφθαλμοῦ. Νά θέτωμε τόν ἑαυτό μας εἰς τόν θεῖον ὀφθαλμόν καί ἐκεῖ νά ἀναπαυώμεθα. Τότε θά εἴμεθα ἐλεύθεροι γιά τά ἀνοίγματα εἰς τόν ὁρίζοντα τῆς αἰωνιότητος.

Οἱ ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας περιέχουν τίς εὐχές τῶν Πατέρων, πού ἐκφράζουν ὅλα τά αἰτήματα τῆς ψυχῆς μας. Ἀλλά ἔχομε καί ἐμεῖς μία δική μας γλῶσσα ὁ καθένας, μέ τήν ὁποία ἀναφέρομε τά μυστικά μας πρός τόν Θεό. Θέλομε νά ὁμιλήσωμε μέ τόν πιστό μας Φίλο. Ἔτσι δέν εἶναι; Τό θέμα τῆς διαβάσεώς μας εἶναι ἕνα μυστικό της ζωῆς. Καί θέλω νά τό συζητήσω ἀπό κοντά μέ τόν Θεό, γιά νά μοῦ ἑτοιμάση τήν ἐκδημία. Ἅπαξ καί ἀναμένω αὐτό τό Πάσχα τῆς ψυχῆς μου, δέν θά πρέπῃ νά ἔχω οὐδεμία ἀνάπαυσι μέχρις ὅτου μιλήσω ἀπό κοντά μέ τόν Θεό, γιά νά τακτοποιήση μέσα μου αὐτήν τήν ἐπιθυμία, αὐτήν τήν λαχτάρα, νά τό ποῦμε ἔτσι.

Μή μέ παρεξηγήσετε πού λέγω «λαχτάρα» γιά τόν θάνατο. Λαχταρῶ τήν μετάβασι στόν οὐράνιο κόσμο. Ἔτσι εἶναι! Γιατί ἐμεῖς, πού πιστεύομε εἰς τόν Θεόν καί ἀσχολούμεθα μέ τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἤλθαμε ἐδῶ πέρα ἀκριβῶς γι’ αὐτό τό ταξίδι. Μᾶς ἀναμένει ὁ Θεός, ἡ ζωή, ἡ αἰωνιότης, ἡ μακαριότης! Δέν πρέπει νά ἔχωμε οὐδένα δισταγμό γιά τόν θάνατο, ἀλλά μία εὐχάριστη ἀναμονή, μία λαχτάρα πότε θά ἔλθη. Ὁ θάνατος δέν μᾶς ξενίζει καθόλου. Εἶναι γιά μᾶς μία ἑορτή. Εἶναι ἡ ἑορτή τῆς μεταβάσεως τοῦ ἀνθρώπου εἰς τόν οὐρανό. Γι’ αὐτό καί ἑορτάζομε τούς Ἁγίους τήν ἡμέρα τῆς ἐκδημίας τους. Εἴδατε, ὁ Μέγας Βασίλειος 49 ἐτῶν ἀπέθανε. Παληκάρι ἀπέθανε. Ὅμως δέν τόν ἐνδιέφερε τίποτε. Εἶχε ἑτοιμάσει τό εἰσιτήριό του. Μπῆκε μέσα στό φεριμπότ καί πέρασε ἀπέναντι, στήν ὄχθη τήν οὐράνιο.

Δέν πρέπει, λοιπόν, νά φεύγῃ ποτέ ἀπό τό μυαλό μας ὅτι θά πεθάνωμε. Ὄχι ἁπλῶς ἔχω φόβο, ἐπειδή θά πεθάνω. Οὔτε, ἐπειδή θά πεθάνω, προσέχω νά μήν ἁμαρτήσω. Ὄχι τέτοια πράγματα! Νά ἑτοιμασθῶ καλύτερα, ν’ ἀγαπήσω τήν διάβασι, γιατί ἀγαπῶ τόν Θεό! Θέλω νά πάω νά Τόν δῶ. Πῶς τό λένε; Θέλω νά Τόν δῶ! Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἔλεγε «ἐπιθυμίαν ἔχω ἀναλύσαι καί σύν Χριστῷ εἶναι» (Φιλιπ. Α΄ 23). Ἤθελε νά Τόν ἰδῆ, τέλος πάντων, καί νά Τοῦ ὁμιλήσῃ πρόσωπον πρός Πρόσωπον.

Διότι, ἐάν εἴμαστε ξεροί μοναχοί καί ὄχι μουσκεμένοι μέ τά δάκρυα τῆς ἀγάπης καί τῆς εὐχαριστίας, ἄν δέν εἴμαστε δοσμένοι στόν θεῖο ἔρωτα, ἐάν δέν εἴμαστε οἱ ψυχές οἱ ἐρῶσες τόν Νυμφίο Χριστό, τί ἤρθαμε νά κάνωμε ἐδῶ πέρα; Νά κακομοιριάσωμε;

-Ὄχι! Νά εἴμαστε οἱ ζωντανοί ἄνθρωποι, οἱ ἀγρυπνοῦντες, οἱ «λαχταρισταί» τῆς διαβάσεως. Τότε πᾶνε περίπατο καί τά ἐνδιαφέροντα τοῦ κόσμου καί οἱ μέριμνες τοῦ κόσμου καί οἱ ἐπιθυμίες τοῦ κόσμου. Ὅταν εἴμαστε προσηλωμένοι μόνο στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τότε εἴμαστε ἑνωμένοι καί ὅλοι μαζί μεταξύ μας. Νά μᾶς καίῃ αὐτή ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί αὐτός ὁ ἔρωτας τῆς μεταβάσεως στήν ἔπαυλι τοῦ Παμβασιλέως Χριστοῦ!

Ἔχω ἔρωτα γι’ αὐτό τό ταξίδι! Ἐπιθυμῶ νά πάω ἐκεῖ πέρα! Ἐάν τόσο ἐπιθυμοῦμε νά πᾶμε νά προσκυνήσωμε ἕναν ἅγιο τόπο, σκεφθῆτε πόσο περισσότερο πρέπει νά ἔχωμε αὐτή τή λαχτάρα γιά τό αἰώνιο ταξίδι, πού θά μᾶς φέρῃ στήν ἁγία Ἱερουσαλήμ, ἡ ὁποία «οὐ χρείαν ἔχει τοῦ ἡλίου οὐδέ τῆς σελήνης. ἡ γάρ δόξα τοῦ Θεοῦ ἐφώτισεν αὐτήν καί ὁ λύχνος αὐτῆς τό Ἀρνίον», ὅπως γράφει ἡ Ἀποκάλυψις (Ἀποκ. κά’ 23). Αὐτή ἡ δόξα μᾶς ἀναμένει.

Πρέπει, λοιπόν, νά εἴμεθα πάντοτε ἕτοιμοι, ὥστε ὁ θάνατος νά μή μᾶς ξενίση οὔτε νά μᾶς φοβίση. Ἀντιθέτως νά ἐπιθυμοῦμε τήν ἐκδημία ἀπό ἐδῶ καί τήν ἐνδημία ἐκεῖ. Νά μᾶς ἀπασχολή ὁ ὡραῖος «μετεωρισμός». Ἐδῶ εἴμεθα, ἀλλά στόν οὐρανό εὐρισκόμεθα νοητῶς. Νά ἐπιθυμήσωμε τόν ζωηφόρο θάνατο. Αὐτός ὁ θάνατος εἶναι ζωή. Συνεχῶς νά μέ ἀπασχολή πῶς θά κάνω τήν ὥρα τοῦ θανάτου, τήν ἡμέρα τῆς κλήσεως τοῦ Κυρίου, ἡμέρα χαρᾶς καί ἑορτῆς! Τήν ἔξοδό μας νά τήν θεωροῦμε τό μεγαλύτερο πανηγύρι, τήν πιό χαρμόσυνη ἡμέρα, ἐπειδή θά μεταβοῦμε εἰς τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ! Ὄχι νά λυπηθῶ, ἐπειδή θά πεθάνω, ἀλλ’ ἀντιθέτως νά χαρῶ καί νά πῶ: «Δόξα Σοί ὁ Θεός! Δόξα Σοί ὁ Θεός, πού μέ κάλεσες νά φύγω!».

Εἶναι μία ἐργασία πολύ λεπτή αὐτή. νά μπορέσωμε αὐτή τήν κρίσιμη στιγμή νά ποῦμε: «Δόξα Σοι ὁ Θεός, πού μέ κάλεσες νά φύγω ἀπό τόν παρόντα κόσμο, γιά νά ἀτενίζω τήν δόξαν τοῦ προσώπου Σου στήν αἰωνιότητα!».

Ἀλλά χρειάζεται μεγάλη προσοχή αὐτή ἡ ἐργασία, ταπεινοφροσύνη μεγάλη καί ἀγάπη πολλή πρός τούς ἐχθρούς. Χωρίς αὐτή τήν ἀγάπη δέν μποροῦμε νά κάνουμε τίποτε. Αὐτό εἶναι τό διαβατήριο γιά τό αἰώνιο ταξίδι.

Ἄς ἔχωμε βεβαία τήν ἐμπιστοσύνη εἰς τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Θά μᾶς ἐλεήση ὁ Κύριος. Ἡ ἡμέρα τοῦ θανάτου δέν εἶναι ὑπόθεσις ἀπελπισίας καί ἀπογοητεύσεως, πού ἐμποδίζει τήν ἐλπίδα εἰς τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Θά μᾶς ἐλεήση ὁ Θεός. Παρ’ ὅλη τήν ἀναξιότητά μας, θά μᾶς ἐλεήση ὁ Θεός! Νά ἔχωμε βεβαία τήν ἐλπίδα καί τήν πεποίθησι στό ἔλεος τοῦ οὐρανίου Πατρός καί νά σκεπτώμεθα τήν συνάντησι μετά τοῦ Κυρίου. «Πότε θά ἔλθω, Κύριε, κοντά Σου; Πότε θά Σέ ἰδῶ; Πότε τό Πρόσωπό Σου διηνεκῶς θά εὐφραίνῃ τήν ψυχή μου;»

Ἄς δουλέψωμε, λοιπόν, τό πέραν τοῦ τάφου… Ἄν εἶναι ὁ νοῦς μου συνεχῶς στόν Θεό, δέν ἁμαρτάνω. καί θά μπορέσω νά σπάσω αὐτή τήν πύλη τοῦ θανάτου, ὥστε νά εἶναι ἀνοικτή σέ μένα ἀπό τήν παροῦσα ζωή. Νά στέκωμαι στήν ἀκτή τῆς παρούσης ζωῆς καί ἐκεῖ νά ἔχω στημένο τό ἐκτοξευτήριο, ἀπ’ ὅπου θά πετάξω πλέον μέ χαρά στήν ἀτελεύτητη μακαριότητα… Γιατί θά φύγωμε ἀπό τόν βίο ἀπότομα… Μᾶς ἀναμένει ὁ Κύριος… Μᾶς ἀναμένει…

Μᾶς ἀναμένει…. Αὐτός εἶναι ἡ ἀνεκλάλητη χαρά, ἡ αἰώνιος Ζωή, ἡ καυστική γλυκύτης, ἡ τρισήλιος δόξα! Εὐχηθῆτε στόν Θεό νά μοῦ δώση χριστιανά τά τέλη. νά πεθάνω ὄρθιος καί νά μέ ἀξιώση νά πεθάνω γιά τήν ἀγάπη Του.

Ὁ θάνατος εἶναι ἐλευθερία! Νά ἔχωμε εὐφροσύνη ὅταν σκεπτώμεθα τόν θάνατο. Αὐτό θά βοηθήση ἐμᾶς προσωπικά, ἀλλά καί τήν Ἐκκλησία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Η ΙΕΡΑ ΜΑΣ ΜΟΝΗ ΑΠΟ ΨΗΛΑ!

ΟΜΙΛΙΕΣ ΚΑΙ ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ