8 Απριλίου 2016

Πού ἔχουμε ἀγκυροβολήσει;


Τὴν βεβαία καὶ ἀμετάκλητη ἀπόφαση τοῦ Κυρίου μας νὰ πραγματοποιήσει ὅλα ὅσα  ὑποσχέθηκε στὰ παιδία Του, ὅλους ἐμᾶς τοὺς Χριστιανούς, ὥστε νὰ παίρνουμε θάρρος καὶ νὰ κρατοῦμε ζῶσα τὴν ἐλπίδα μας, ὁ οὐρανοβάμων Ἀπόστολος Παῦλος τὴν καταγράφει μὲ τὰ ζωηρότερα χρώματα. «Ἰσχυρὰν παράκλησιν ἔχομεν οἱ καταφυγόντες κρατῆσαι τῆς προκειμένης ἑλπίδος, ἣν ὡς ἄγκυραν ἔχομεν ἀσφαλῆ τε καὶ βεβαίαν» (Ἑβρ. στ΄ 18-19). Παραστατικὰ αὐτὴν τὴν ἐλπίδα τὴν παρομοιάζει ὁ θεῖος Παῦλος μὲ  ἄγκυρα, τὴν ἄγκυρα τῆς ψυχῆς μας. Καὶ τοῦτο γιατὶ αὐτὴ μᾶς ἀσφαλίζει στὶς τρικυμίες τῆς ζωῆς ἀπὸ τοὺς καθημερινοὺς κινδύνους, ὅταν αὐτὴ δὲν εἶναι ἀγκυροβολημένη στὴ θάλασσα, ἀλλὰ στὸν οὐρανό, στὰ Ἁγία τῶν Ἁγίων, μπροστὰ στὸ θρόνο τοῦ Δημιουργοῦ τῆς κτίσεως, τοῦ εὐσυμπάθητου καὶ φιλάνθρωπου Θεοῦ μας. Τότε ἐμεῖς, οἱ ταξιδεύοντες καθημερινὰ μὲ τὸ πλοῖο τῆς ζωῆς, καὶ θαλασσομαχοῦντες ἀτενίζουμε τὸ γαλήνιο λιμάνι τοῦ οὐρανοῦ. Δὲν μᾶς τρομάζουν οἱ τρικυμίες, οἱ ἀνεμοθύελλες, οἱ πειρασμοί, οἱ θλίψεις. Βλέπουμε μπροστά μας τὰ κύματα τῶν βιοτικῶν μεριμνῶν καὶ δυσκολιῶν ὁρμητικὰ νὰ παλεύουν νὰ μᾶς ἀφανίσουν καὶ νὰ μᾶς ὁδηγήσουν στὸ ναυάγιο τῆς ζωῆς, στὸν κατασκότεινο βυθὸ τῆ ἀπωλείας. Ὁ αἰώνιος ἐχθρός, ὁ μισάνθρωπος, καιροφυλακτεῖ καὶ εἶναι πανέτοιμος νὰ βουλιάξει τὸ πλοῖο μας, ἀλλὰ ἐμεῖς οἱ Χριστιανοὶ καὶ μάλιστα οἱ Ὀρθόδοξοι Ἕλληνες, ἐμεῖς ποὺ ἔχουμε τὴν ἄγκυρα τῆς ἐλπίδας μας ριγμένη στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ μας, παλεύουμε, ἀντιστεκόμαστε καὶ προχωροῦμε. Δὲν ἀπογοητευόμαστε. Θυμόμαστε τὰ λόγια τοῦ Χριστιανοῦ ποιητῆ, τοῦ Γεωργίου Βιζυηνοῦ καὶ παρομοιάζοντας τοὺς ἑαυτούς μας μὲ τὸ γενναῖο ναυτόπουλο, τὸ ἑλληνόπαιδο, παίρνουμε θάρρος:

Τὰ νέφη ἀστράφτουν στὸ βουνό,
βροντοῦν καὶ μπουμπουνίζουν,
σκεπάσανε τὸν οὐρανό,
τὸ κῦμα φοβερίζουν.
Ὁ νέος ναύτης τραγουδεῖ,
καὶ τὸ πανί του σιάζει:
«Ἐγὼ εἶμαι ἑλληνικὸ παιδί,
τὸ νέφος δὲ μὲ σκιάζει!»

Ἀγέρας πέφτει στὰ πανιὰ
τὰ σκίζει καὶ τ᾿ ἁρπάζει
καὶ συνταράζει τὰ σκοινιὰ
καὶ τὸ κατάρτι σπάζει.
Ὁ νέος ναύτης τραγουδεῖ,
παρὼν ὅπου προστάζουν:
«Ἐγὼ εἶμαι ἑλληνικὸ παιδί,
ἄνεμοι δὲ μὲ σκιάζουν!»

Ἡ θάλασσα λυσσομανᾶ
καὶ κυματεῖ κι ἀφρίζει
τὸ πλοῖο του καταπονᾶ,
τὸ σκᾶ καὶ τὸ σκορπίζει.
Ὁ νέος ναύτης τραγουδᾶ
καὶ μιὰ σανίδ᾿ ἁρπάζει:
«Ἐγὼ εἶμαι ἑλληνικὸ παιδί,
φουρτούνα δὲ μὲ σκιάζει!»

Τὸ ἕνα κῦμα τὸν πετᾶ
καὶ τ᾿ ἄλλο τονε χάφτει
κι ἡ μαύρη θάλασσα ζητᾶ
νὰ καταπιεῖ τὸ ναύτη.
Μ᾿ αὐτὸς ἀκόμα τραγουδεῖ
καὶ κολυμπάει καὶ πάει:
«Ἐγὼ εἶμαι ἑλληνικὸ παιδί,
κι ὁ πλάστης μὲ φυλάει!»

Ὁ προορισμός μας, ὅλων τῶν Χριστιανῶν, εἶναι τὸ λιμάνι τοῦ οὐρανοῦ. Βάζουμε τὴν πυξίδα μας στὸν πνευματικὸ βορρὰ στραμμένη καὶ ταξιδεύουμε πρὸς τὰ ἐκεῖ. Ἐκεῖ ὅπου ἔχουχε ἀγκυροβολήσει τὴν κάθε ἐλπίδα μας. Γύρω μας ὅλα μᾶς ἀπογοητεύουν, οἱ συνάνθρωποί μας, οἱ καταστάσεις, οἱ πειρασμοί, οἱ δυσκολίες, ἡ ἀνεργία, ἡ ὑπογεννητικότητα τοῦ ἔθνους μας, ἡ ἠθικὴ κρίση ποὺ ἐξελίχθηκε σὲ οἰκονομική, καὶ αὐτὴ μὲ τὴ σειρά της ἐπέφερε στὸ λαό μας ἐξαθλίωση. Ὅλα μᾶς ἀπελπίζουν καὶ θέλουν νὰ μᾶς κάνουν νὰ λιγοψυχοῦμε. Ἐμεῖς, ὅμως οἱ πιστοί, ὅπως τὸ ναυτόπουλο τοῦ ποιήματος, δὲν χάνουμε τὴν ἐλπίδα μας, τὴν ἔχουμε ἀκουμπήσει στὸ στέρεο θεμέλιο τῆς πίστεώς μας, στὸ Χριστό μας, γιὰ τὸν Ὁποῖον πάλιν ὁ Παῦλος λέει: «θεμέλιον ἄλλον  οὐδεὶς δύναται θεῖναι παρὰ τὸν κείμενον, ὅς ἐστιν Ἰησοῦς Χριστός» (Α΄ Κορ. γ΄ 11). 
Αὐτός, ὁ Θεός μας, κρατάει γερὰ στὰ παντοδύναμα χέρια Του τὴν ἄγκυρα τῆς ἐλπίδας μας. Αὐτὸς εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἐλπίδα μας, ἡ προσδοκία μας, ἡ χαρά μας, ἡ ζωή μας. Μὴν τὸ λησμονοῦμε αὐτὸ ποτέ. Αὺτὸς μόνο μᾶς ἀπομένει στὸ θαλασσοδαρμένο ταξίδι τῆς ζωῆς μας ἀμετακίνητος σύντροφος καὶ συμπαραστάτης.
Ὁ Μέγας Βασίλεος λέει ὅτι αὐτς πο ἔδιωξε μέσα ἀπὸ τὴν ψυχή του κάθε ἐλπίδα γιὰ τὸν κόσμο καὶ τὰ κοσμικὰ πράγματα καὶ ἔχει μοναδική του ἐλπίδα τὸν Θεό, εἶναι πραγματικὰ μακάριος, εὐτυχισμένος. Γιατί, ὅπως εἶναι καταραμένος αὐτὸς ποὺ ἐλπίζει σὲ ἄνθρωπο, ἀφοῦ ἔχει γραφεῖ ὅτι εἶναι «Ἐπικατάρατος ὁ ἄνθρωπος, ὃς τὴν ἐλπίδα ἔχει ἐπ' ἄνθρωπον» (Ἱερ. 17, 5), ἔτσι εἶναι εὐλογημένος αὐτὸς ποὺ στηρίζεται στὸν Κύριο. Ἡ ἐλπίδα στὸν Θεὸ πρέπει νὰ εἶναι ἀκλόνητη, δὲν ἐπιδέχεται ἀμφιταλάντευση, ἐνδοιασμό. Καὶ ὁ Κύριος δὲν προσφέρει ὁλόκληρη τὴ βοήθειά Του, σὲ αὐτὸν ποὺ ἄλλοτε μὲν ἐλπίζει στὰ χρήματα, στὴν ἀνθρώπινη δόξα καὶ τὴν κοσμικὴ δύναμη, καὶ ἄλλοτε προβάλλει σὰν ἐλπίδα του τὸν ἴδιο τὸν ἐαυτό του. Ἐμεῖς οἱ Χριστιανοὶ ὀφείλουμε νὰ ἐπαναπαυόμαστε πραγματικὰ στὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ.  
Εἶναι αλήθεια ὅτι  ζοῦμε σὲ δύσκολες ἐποχὲς καὶ σὲ ὅλους μας κάποτε ἔρχονται δύσκολες στιγμὲς καὶ ἀντιμετωπίζουμε ἀπρόοπτες καταστάσεις. Τόσο ἀπρόοπτες καὶ δύσκολες, ποὺ πραγματικὰ τὰ χάνουμε, μᾶς δημιουργεῖται ἡ πεποίθηση ὅτι δὲν ὑπάρχει πουθενὰ φῶς καὶ ὁ πειρασμὸς μᾶς λέει ὅτι δὲν θὰ ὑπάρξει. Ἀλήθεια, τότε  τί κάνουμε;
Κάποιοι ἀπὸ ἐμᾶς ἀπελπιζόμαστε καὶ λέμε: Πάει, χάθηκα!
Κάποιοι τρέχουμε νὰ βροῦμε γνωστοὺς καὶ φίλους, ἑταίρους καὶ συμμάχους, ἐκλιπαρώντας τους γιὰ βοήθεια!
Κάποιοι δὲν τὸ βάζουμε κάτω, γιατί πιστεύουμε στὶς δυνάμεις καὶ στὰ προσόντα μας, ὁπότε καὶ περιμένουμε ἀπὸ ἐκεῖ τὴ λύτρωση!
Κάποιοι ὑπολογίζουμε σὲ ὑλικὰ πράγματα, σὲ χρήματα, κτήματα, εἰσοδήματα, δωρεές!
Κάποιοι «ποντάρουμε» στὶς «μεγάλες δυνάμεις», χωρὶς νὰ ἐνδιαφερόμασε ἂν αὐτοὶ βρίσκονται κάτω ἀπὸ  μαντικὲς ἢ διαβολικές ἐπιρροές!
Κάποιοι ἄλλοι καταφεύγουμε στοὺς εἰδικούς, τοὺς τόσους εἰδικοὺς ποὺ ἔχουμε γιὰ ὅλα σήμερα!
Ὡστόσο ὑπάρχουν καὶ κάποιοι ἀπὸ ἐμᾶς, οἱ ὁποῖοι δὲν ἐλπίζουμε σὲ τίποτε ἀπὸ ὅλα αὐτά, τὰ μάταια, τὰ ἀνίσχυρα καὶ τὰ φθαρτά. Εἴμαστε αὐτοὶ ποὺ ἔχουμε ἀγυροβολήσει τὴν ἄγκυρα τοῦ καραβιοῦ μας στον οὐρανό. Μονάχα στὸν Πανάγαθο, Φιλάνθρωπο καὶ Παντοδύναμο Θεό ὑπάρχει ἐλπίδα σωτηρίας. Ναί, μόνο σὲ Αὐτόν! Ἡ συνειδητοποίηση αὐτὴ μᾶς κάνει νὰ καταφεύγουμε σὲ Αὐτόν, μὴ ὑπολογίζοντας κοσμικὴ ζωή, ὑγεία, μέλλον, ἀξιώματα, πλούτη. Μὲ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη σὲ κάθε δυσκολία λέμε: «Ἔχει ὁ Θεός»! Καὶ «θὰ δώσει ὁ Θεός»! Ἔτσι πορευόμαστε ἀτάραχοι, γαλήνιοι, ἥσυχοι.
Τί, λοιπόν, σημαίνει ἐλπίδα; Σημαίνει τὸ νὰ ἔχουμε θάρρος γιὰ τὰ μελλούμενα. Γιατί, τί μεγάλο καὶ δύσκολο ζητάει ὁ Θεὸς ἀπὸ ἐμᾶς, Αὐτὸς ποὺ ἀπὸ μόνος Του μᾶς ἔδωσε πλουσιοπάροχα ὅλα τὰ ἀγαθά; Ἕνα ζητάει μόνο ἀπὸ ἐμᾶς, «τὴ βεβαία ἐλπίδα», ὅπως μᾶς ἔλεγε ὁ Γέροντας Γαβριήλ,  γιὰ νὰ ἔχουμε κάτι καὶ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι νὰ συνεισφέρουμε γιὰ τὴ σωτηρία μας.
Τίθεται τώρα τὸ ἐρώτημα. Γιατί ἡ ἐλπίδα ἔχει ὡς σύμβολό της τὴν ἄγκυρα; Τὴν  ἀπάντηση δίνει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος:
«Ὅπως ἡ ἄγκυρα ὅταν κρεμασθεῖ ἀπὸ τὸ πλοῖο στὴ θάλασσα τὸ σταθεροποιεῖ καὶ δὲν τὸ ἀφήνει νὰ πηγαίνει ἐδῶ κι ἐκεῖ, ἔστω καὶ ἂν τὸ κτυποῦν ἄπειροι ἄνεμοι, ἔτσι καὶ ἡ ἐλπίδα ὅταν ριχθεῖ στὸν οὐρανὸ μᾶς σταθεροποιεῖ στὴν πίστη, ὅτι ὁ μεγάλος Θεὸς θὰ μᾶς ὁδηγήσει στὸ λιμάνι τῆς εὐημερίας καὶ τῆς σωτηρίας.
Ὀφείλουμε ἐδῶ νὰ διευκρινήσουμε ὅτι τόσο ἡ ἄγκυρα, ὅσο καὶ τὸ θεμέλιο ἀποτελοῦν σταθεροποιητικὰ ἀντικείμενα. Θεμέλιο εἶναι ἡ πίστη μας στὸν Χριστό μας καὶ ἐλπίδα μας  Αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος. Τὸ θεμέλιο σταθεροποιεῖ κάτι πάνω στὴ γῆ, ἐνῶ ἡ ἄγκυρα σταθεροποιεῖ κάτι πάνω στὴ θάλασσα. Γιὰ ὅσους, λοιπόν, εἶναι πάρα πολὺ σταθεροὶ καὶ πιστοὶ ὁ Χριστός μας λέει ὅτι «ἔκτισαν τὸ σπίτι τους ἐπάνω στὴν πέτρα» (Ματθ. 7, 24). Γιὰ ὅσους, ὅμως, εἶναι ἀσταθεῖς καὶ σὲ κάθε δυσκολία ἀποκάμνουν, χρειάζεται ὁ στηριγμός τους στὴν ἐλπίδα, ὅπως χρειάζεται ὁ στηριγμὸς στὴν ἄγκυρα τοῦ πλοίου, ὅταν αὐτὸ πέφτει σὲ θύελλα καὶ ταλαντεύεται. Καὶ τοῦτο γιατὶ ἡ ἐλπίδα δὲν τοὺς ἀφήνει να περιφέρονται ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, ἔστω καὶ ἂν τοὺς κτυποῦν σφοδροὶ ἄνεμοι. Ἐπομένως ἂν δὲν εἶχαν τὴν ἄγκυρα αὐτή, θὰ εἶχαν καταποντισθεῖ πρὶν ἀπὸ πολὺ καιρό.
Ἂς δοῦμε, ὅμως, καὶ σὲ τί διαφέρει ἡ ἐλπίδα πρὸς τὸν Θεό,
ἀπὸ τὴν κοσμικὴ ἐλπίδα, δηλαδὴ τὴν ἐλπίδα ποὺ ἀποθέτουμε σὲ ἀνθρώπους, ἢ πράγματα, ὅπως ὁ πλοῦτος; Τὴν ἀπάντηση δίνουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες παραστατικά. Ἔτσι στὸ Γεροντικὸ διαβάζουμε:
Κάποιος φιλομόναχος Χριστιανὸς ἐπισκεπτόταν τακτικὰ τοὺς Γέροντες στὴν ἔρημο, γιὰ νὰ ὠφελεῖται ἀπὸ τὴ διδασκαλία τους. Κάποτε ανακάλυψε ἕναν πολὺ ἡλικιωμένο καὶ ἄρρωστο ἐρημίτη. Τὸν λυπήθηκε καὶ θέλησε νὰ τοῦ ἀφήσει ὅσα χρήματα εἶχε μαζί του, γιὰ τὶς ἀνάγκες του.
-Κράτησέ τα, Ἀββᾶ, τοῦ εἶπε. Εἶσαι γέρος καὶ ἄρρωστος. Δὲν μπορεῖς πιὰ νὰ ἐργάζεσαι.
Καὶ ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε:
-Ἑξήντα ὁλόκληρα χρόνια ὑποφέρω ἀπὸ τούτη τὴν ἀρρώστια καὶ μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ δὲν μοῦ ἔλειψε ποτὲ τίποτα. Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει τὴ φροντίδα μου ἀδιάκοπα μοῦ στέλνει πάντα τὰ ἀναγκαῖα. Θέλεις, λοιπόν, τώρα ἐσύ, ἀδελφέ, νὰ διώξεις τὸν Τροφέα μου;
Κὰι ἔτσι μὲ κανένα τρόπο δὲν δέχθηκε τὰ χρήματα.
Ἡ ελπίδα μας στὸν Θεὸ εἶναι μοναδικὰ ἀποτελεσματική, τονίζει ὁ ἱερὸ Χρυσόστομος. Ἐκεῖνος ποὺ εἶναι ἀπαλλαγμένος ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα καὶ στηρίζει τὸν ἑαυτό του στὴν οὐράνια ἐλπίδα, ὄχι μόνο ἀπαλλάσσεται γρήγορα ἀπὸ τὰ δεινά, ἀλλὰ καὶ ὅταν βρίσκεται μέσα στὰ δεινὰ δὲν θορυβεῖται καὶ δὲν  ταράζεται, γιατὶ βοηθεῖται ἀπὸ τὴν ἐλπίδα ἐκείνης τῆς ἄγκυρας. Παράδειγμα ἔχουμε τοὺς τρεῖς παῖδες τῆς Βαβυλῶνος ποὺ ὄχι μόνο ἀπαλλάχθηκαν ἀπὸ τὶς φλόγες τῆς καμίνου, ἀλλὰ καὶ ὅταν ἀκόμη ἦταν μέσα στὸ καμίνι δὲν θορυβήθηκαν, ἀφοῦ γνώριζαν τὴ συμμαχία ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ.
Χαρακτηριστικὸ εἶναὶ καὶ τὸ ἑξῆς παράδειγμα ἀπὸ τὸ Συναξάρι τοῦ Ὁσίου Θεοδοσίου, τοῦ Κοινοβιάρχη. Ὅταν ἐκεῖνος πρωτοΐδρυσε τὸ Κοινόβιό του, αὐτὸ ἦταν τόσο φτωχό, ὥστε συχνὰ δὲν ὑπῆρχαν οὔτε τὰ ἀπολύτως ἀναγκαῖα γιὰ τὴ συντήρηση τῶν μοναχῶν.  Ἕνα Μεγάλο Σάββατο ἀπόγευμα περίμεναν νὰ γιορτάσουν τὸ Πάσχα. Οἱ μοναχοὶ ἔψαχναν ἀπελπισμένοι σὲ ὅλο τὸ Μοναστήρι μήπως βροῦν ὄχι τίποτα φαγώσιμο, ἀλλὰ ἕνα μικρὸ πρόσφορο γιὰ τὴν ἀναστάσιμη λειτουργία. Δὲν τοὺς ἔνοιαζε ἂν τὸ Πάσχα θὰ ἔμεναν νηστικοί. Δὲν ἤθελαν ὅμωςς νὰ χάσουν τὴν Θεία Κοινωνία.  Ἀφοῦ δὲν βρῆκαν τίποτα τὸ ἀνέφεραν στὸν Ὅσιο Θεοδόσιο. Ἐκεῖνος τοὺς ἄκουσε μὲ ἀπόλυτη ἠρεμία σὰν νὰ μὴ συνέβαινε τίποτα. Οὔτε τὴν ἀνησυχία τους συμμεριζόταν. Ἔδωσε μάλιστα εντολὴ νὰ ἑτοιμάσουν τὸ Ἅγιο Βῆμα γιὰ τὴν Λειτουργία καθὼς καὶ πασχαλινὴ τράπεζα. «Μάταιη παρηγοριά, ψιθύρισαν μερικοί»! Ὁ Ὅσιος ἔκανε ὅτι δὲν ἄκουσε. Μόνο εἶπε τοῦτο:
-Μήπως ἔγινε ἀσθενέστερος στὴ δύναμη Ἐκεῖνος ποὺ ἔθρεψε μὲ τὸ μάννα ὁλόκληρο λαὸ στὴν ἔρημο καὶ ἀργότερα χόρτασε τόσο πλῆθος μὲ πέντε ψωμιά;
Βασίλευε ὁ ἥλιος, ὅταν κτύπησε τὴν πόρτα τοῦ Μοναστηριοῦ κάποιος ἄγνωστος. Μαζί του ἔφερνε δύο καμῆλες φορτωμένες.
-Πήγαινα μία μικρὴ δωρεὰ σὲ κάποια σκήτη λίγο πιὸ πέρα ἀπὸ τὸ Μοναστήρι σας, ἐξήγησε στοὺς ἀδελφούς. Μὰ μόλις ἔφθασα ἐδῶ, τὰ ζῶα μου σταμάτησαν καὶ μὲ κανένα τρόπο δὲν μποροῦσα νὰ τὰ κάνω νὰ προχωρήσουν ἄλλο. Λέω, μήπως θέλει ὁ Θεὸς νὰ ἀφήσω σὲ σᾶς αὐτὰ τὰ λίγα τρόφιμα;
Καὶ τὰ λίγα αὐτὰ τρόφιμα ἔφθασαν μέχρι τὴν Πεντηκοστή. Οὔτε πρόσφορα ἔλειψαν γιὰ τὴ Θεία Λειτουργία ἀπὸ τὴν ἀνέλπιστη δωρεά. «Πολὺ μεγάλη ἡ ελπίδα»! Ἔλεγαν καὶ ξανάλεγαν ἀπὸ τότε οἱ καλόγεροι τοῦ Ὁσίου Θεοδοσίου.
Μὲ τὴν ἐλπίδα στὸν Θεό, ἔχουμε Αὐτὸν τὸν ἴδιο σύμμαχό μας. Τὸ βεβαιώνει καὶ ὁ Ὅσιος Παΐσιος.  Κάποιος τὸν ρώτησε:
-Γέροντα ἀκόμη ἀντιμετωπίζω τὸ καθετὶ ἀνθρώπινα καὶ ὄχι πνευματικὰ μὲ ἀποτέλεσμα νὰ βρίσκομαι σὲ διαρκῆ ἀγωνία.
Καὶ ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε:
-Εσύ βάζεις τὰ προγράμματά σου μπροστὰ ἀπὸ τὰ προγράμματα τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτὸ βασανίζεσαι. Μὲ τὴν ἐμπιστοσύνη στὸν Θεὸ καὶ μὲ τὴν ταπείνωση ὅλα τὰ προβλήματα λύνονται. Νὰ κάνεις αὐτὸ ποὺ μπορεῖς ἐσὺ καὶ μετὰ νὰ ἀφήνεσαι στὴν θεία Πρόνοια, στὸ θεῖο θέλημα. Ἡ ἐλπίδα στὸν Θεὸ εἶναι τονισμένη πίστη. Εἶναι ἡ ἄγκυρά μας, ἡ  μεγαλύτερη ἀσφάλεια γιὰ ὅλους μας. Μικρὸ πρᾶγμα εἶναι νὰ ἔχει κανεὶς σύμμαχο τὸν Θεό;
Ἂν δὲν ἀγκυροβολοῦμε στὸν Θεό μας τότε ἀγκυροβολεῖ μέσα μας ὁ πονηρός. Τὸ λέει ὁ Ἅγιος Νεῖλος, ὁ ἀσκητής:
          -Σκοπὸς τοῦ δαίμονα, ποὺ εἶναι ὁ δημιουργὸς καὶ ζωγράφος τῆς κακίας, εἶναι νὰ βάλει κάθε ἄνθρωπο σὲ βαριὰ καὶ ἀπαρηγόρητη λύπη καὶ νὰ τὸν ἀποσπάσει ἀπὸ τὴν πίστη καὶ τὴν ἐλπίδα καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ δηλαδὴ ἀπὸ τὶς κυριώτερες καὶ ἰσχυρότερες ἀρετὲς τῆς πίστεως.
Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ὅσιος Βαρσανούφιος μᾶς συμβουλεύει:
-Μὴν κόψεις τὴν ἐλπίδα, διότι αὐτὸ εἶναι ἡ χαρὰ τοῦ διαβόλου.
Καὶ ὁ μέγας Παῦλος λέει: Ἡ ἐλπίδα δὲν ἐντροπιάζει! «Ἡ ἐλπὶς οὐ καταισχύνει» (Ῥωμ. ε΄ 5). Ὁμοίως ὁ ΣοφὸςΣειραχίδης γράφει: «Προσέξτε τὶς ἀρχαῖες γενεὲς καὶ μάθετε, ποιός στήριξε τὶς ἐλπίδες του στὸν Κύριο καὶ καταντροπιάστηκε;» (Σοφ. Σειρ.  2, 10). Ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας μᾶς ἐνθαρρύνει νὰ ἀγκυροβολήσουμε στὴν ἀγάπη Του λέγοντάς μας: «Θαρσεῖτε», (Ἰωάν. ιστ΄ 33)    Ἔχετε θάρρος, Ἐγὼ ἐδῶ εἶμαι. Γι’ αὐτὸ καὶ ἐμεῖς ἂς τοῦ φωνάξουμε μαζὶ μὲ τὸν Ψαλμωδό: «Σὺ, Κύριε, εἶσαι ἡ ελπίδα μου» (Ψαλμ.90, 9). Καὶ ὡς πιστοὶ Χριστιανοὶ καὶ ὡς οἰκογένειες καὶ ὡς ἔθνος, ἂς ρίξουμε τὴν ἄγκυρά μας στὸν Κύριο καὶ τότε δὲν ἔχουμε νὰ φοβηθοῦμε πεῖνα καὶ κρίση καὶ δουλεία. Μᾶς τὸ λέει τόσο παραστατικὰ καὶ ὁ ποιητὴς Γεώργιος Βιζυηνός στὸ ποιημά του «Ἐλπίδα στὸ Θεό».

Κι ἂν δὲ μοῦ μείνη ἐντὸς τοῦ κόσμου,
ποῦ ν’ἀκουμπήσω,νὰ σταθῶ,
ἐκεῖ ψηλὰ εἶν’ ὁ Θεός μου·
πῶς ἠμπορῶ ν’ ἀπελπιστῶ;

Δ Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας
ρ ΧΔδρ 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Η ΙΕΡΑ ΜΑΣ ΜΟΝΗ ΑΠΟ ΨΗΛΑ!

ΟΜΙΛΙΕΣ ΚΑΙ ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ