13 Ιουνίου 2012

Στόν ζυγό τῆς ὑπακοῆς


Τό πλοῖο, ἔπειτα ἀπό τήν ἀπρόσμενη παρέκκλιση, συνέχισε κανονικά τήν πορεία του καί περνώντας ἀπό τή Λῆμνο, κατευθήνθηκε πρός τό Ἅγιον Ὅρος.

   Ἡ κορφή τοῦ Ἄθω φάνταζε γεμάτη ἱερή μεγαλοπρέπεια στά μάτια τοῦ ἐκστατικοῦ ἐπιβάτη. Οἱ μεγάλες μονές ἐπρόβαλαν μία-μία σάν κάστρα πνευματικά, πού τά ἔστησαν ἐκεῖ οἱ ἐραστές τοῦ Θεοῦ, προμαχῶνες ἡρωισμοῦ στόν πόλεμο «πρός τάς ἀρχάς, πρός τάς ἐξουσίας τοῦ σκότους». Καί ἡ Θεοτόκος, ἡ Κυρία τοῦ τόπου, τήν Ὁποία τόσο εὐλαβεῖτο ὁ Δημήτρης, ἡ Ὑπέρμαχος Στρατηγός, ἐνίσχυε ἀπό ψηλά μέ τή χάρη Τῆς τούς ἀγῶνες τῶν παιδιῶν Της.
   Δέν τόν ἀπασχολοῦσε τό πού θά πάει. Ὁ π. Ἀρσένιος τοῦ εἶχε ὑποδείξει τό στίβο. Ἤξερε, λοιπόν, ὅτι τόν περιμένει τό Κοινόβιο τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος.
   Παρέπλευσαν πολλά μοναστήρια καί στό τέλος ἀντικρυσαν τόν ἐπιβλητικό ὄγκο του. Σ’ αὐτό τό πνευματικό φρούριο θά ἀποδυθεῖ στούς ἀσκητικούς ἄθλους, κάτω ἀπό τή σκέπη τοῦ μεγαλομάρτυρος ἰαματικοῦ Παντελεήμονος. Τότε ἡ Ἀδελφότης τῆς μονῆς ἀριθμοῦσε διακόσιους πενήντα πατέρες, Ἕλληνες καί Ρώσους. Οἱ Ρῶσοι ἦταν λιγότεροι, ἀλλά διαρκῶς αὔξαναν καί μαζί τους μεγάλωνε καί τό συγκρότημα τῆς μονῆς μέ τεράστιες οἰκοδομές.

   Μπαίνοντας σήμερα μέσα στήν αὐλή τῆς τά χάνεις. Νομίζεις ὅτι βρίσκεσαι σέ κανένα παλάτι τῆς Τσαρικῆς Ρωσίας. Σ’ αὐτό τό μοναστήρι ἐπεκράτησαν σιγά-σιγά οἱ Ρῶσοι. Ἔχτισαν κολοσσιαία κτήρια, δαιδαλώδη, μέ σκάλες ἐπιβλητικές, ἐκκλησίες σάν τήν Ἁγία Σκέπη καί τόν Ἅγιο Ἀλέξανδρο Νέφσκι, φορτωμένες στό χρυσάφι καί στό ἀσήμι, ἀχανῆ τράπεζα, μεγαλοπρεπές καμπαναριό, ὅπου βρίσκεται ἡ τεράστια ἐκείνη καμπάνα, ἡ ὁποία ζυγίζει δώδεκα χιλιάδες ὀκάδες, ἀπό τίς μεγαλύτερές του κόσμου. Ὅταν χτυπάει, κάνει σεισμό καί ὁ ἦχος τῆς φθάνει ὡς τίς Καρυές. Τό μοναστήρι ἔφθασε κάποτε νά ἀριθμεῖ τρεῖς χιλιάδες μοναχούς! Τώρα, μετά τό καθεστώς πού ἐπεκράτησε στή Ρωσία, ἔμειναν ἐλάχιστοι πιά πατέρες.
   Ἡγούμενος τῆς μονῆς ἦταν ἀπό τό 1832 ὁ Ἀρχιμανδρίτης Γεράσιμος ἀπό τή Δράμα. Ὁ Δημήτρης παρουσιάσθηκε μπροστά του, ἔβαλε μετάνοια καί παρακάλεσε νά τόν δεχθοῦν στό Κοινόβιο.
   Ὁ ἡγούμενος συζήτησε τό θέμα καί μέ ἄλλους πατέρες. Μερικοί, σάν ἔμαθαν ὅτι κατάγεται ἀπό τή Σμύρνη, ἔφεραν ἀντιρρήσεις.
Ἐμεῖς δέν κοινοβιάζουμε ἀνθρώπους, πού προέρχονται ἀπό τή Σμύρνη, τοῦ εἶπαν.
Γιατί δέν τούς κοινοβιάζεται; ρώτησε.
Τούς γνωρίζουμε καλά τους Σμυρνιούς…
Κρατῆστε μέ σᾶς παρακαλῶ κι ἄν δέν σᾶς εὐχαριστήσω, τότε διῶξτε μέ, τούς εἶπε σταθερά.
   Οἱ πατέρες εἶδαν τόν πολύ του ζῆλο καί ἀπεφάσισαν νά τόν κρατήσουν. Ἀργότερα μάλιστα τοῦ ἔλεγαν χαριτολογώντας:
Ἐσύ ἐδικαίωσες τούς Σμυρνιούς!
   Ἔτσι ἔγινε δεκτός καί συγκαταριθμήθηκε στούς δοκίμους. Τοῦ ἔδωσαν σάν πρῶτο διακόνημα, νά ὑπηρετεῖ τόν ἡλικιωμένο – ἄνω τῶν 85 ἐτῶν – μοναχό Σάββα.
   Ὁ γέρο-Σάββας καταγόταν ἀπό τήν Καισάρεια. Νεότερος εἶχε παίξει σπουδαῖο ρόλο στήν ὅλη ἐξέλιξη τῆς μονῆς. Τώρα ἦταν ἀπόμαχος καί περνοῦσε ἥσυχα τά τελευταία του χρόνια σ’ ἕνα Κάθισμα, ἔξω ἀπό τό μοναστήρι. Ὅταν τόν πλησίαζες, δοκίμαζες κατάπληξη ἀπό τήν ἀπέραντη μνήμη του. Μποροῦσε νά διηγεῖται, μεταξύ ἄλλων, μέ κάθε λεπτομέρεια παλιές μοναστηριακές ἱστορίες, σάν νά εἶχαν γίνει χθές.
   Ἀλλά ἦταν, ἴσως ἀπό τά γηρατειά, ἀρκετά ἰδιότροπος κι ἔπρεπε νά διαθέτει κανείς κεφάλαια ὑπομονῆς γιά νά τόν ὑπηρετήσει. Ὑπομονή ἀκόμα χρειαζόταν στίς προγραμματισμένες δοκιμασίες ἤ φαινομενικά σκληρές ἀντιμετωπίσεις, πού κατεργάζονται τό δόκιμο μοναχό στήν ψυχή καί στό σῶμα. Οἱ παλιοί πεπειραμένοι πατέρες στό Ἅγιον Ὅρος γυμνάζουν τούς νέους μέ ἔνταση, ἀλλά καί μέ ἀγάπη. Τό προσωπεῖο πρέπει νά ἐξαφανισθεῖ ἐκεῖ, οἱ ἐγωισμοί νά λείψουν, τό θέλημα νά ξεριζωθεῖ, τά ἐξογκώματα νά ἰσοπεδωθοῦν. Καί ἡ ψυχή νά βγεῖ ἁπλή, καθαρή, νικήτρια, ὅπως ἕνας αἱματόβρεκτος μάρτυρας… Ὁ δρόμος τοῦ ὑποτακτικοῦ εἶναι ἡ ἀπάρνησις καί ὁ σταυρός. Θά περάσει ἀπό κεῖ γιά νά φθάσει στή δόξα, στήν πραγματική ἐλευθερία…
   Ὁ δόκιμος, λοιπόν, σύμφωνα μέ τήν ἐντολή τῆς μονῆς, θά φρόντιζε τό γερό-Σάββα στό κάθε τί. Θά καθάριζε τό Κάθισμα, θά ἑτοίμαζε τό φαγητό, θά ἐπλένε τά ροῦχα. Ἀλλά δέν ἤσαν μόνο αὐτά. Ἔπρεπε νά σηκώνει μέ καρτερία κάθε παρατήρηση, δίκαιη ἤ ἄδικη.
   Σ’ ὅλες αὐτές τίς δυσκολίες ἔδειξε διαγωγή ἄψογη. Ὅταν ὁ γερό-Σάββας, χωρίς νά ὑπάρχει λόγος, τόν μάλωνε μέ τή βαριά ἀνατολίτικη προφορά του, ἀνακατεύοντας τά ἑλληνικά μέ τά τούρκικα, ἐκεῖνος ἔσκυβε ταπεινά καί ἔλεγε συντετριμμένα: «Εὐλόγησον, γέροντα».
   Ἕνα Σάββατο καθάριζε ὁ Δημήτρης τό ἐκκλησάκι τοῦ Καθίσματος. Ἦταν ἀφιερωμένο στόν Ἅγιο Τρύφωνα, πολύ κομψό καί στρωμένο μέ μαρμάρινες πλάκες. Ἀφοῦ ἔπλυνε μέ ἐπιμέλεια τά μάρμαρα καί τά ἔκανε νά λάμπουν, τό ἐπισκέφθηκε ὁ γερό-Σάββας. Ἔβγαλε ἀπό τήν τσέπη τοῦ ἕνα λευκό μαντήλι, σκούπισε μ’ αὐτό τό πάτωμα γιά νά μαζέψει τάχα τή σκόνη καί βρῆκε ἔτσι ἀφορμή γιά νά ταπεινώσει τό δόκιμό του.
Ναλέτ ὀλσοῦν (νά λείπει) τέτοιο καθάρισμα. Καθαριότης εἶναι αὐτή; Δέν βλέπεις ποῦ μαυρίζει τό μαντήλι; Δέν λένε τά βιβλία «Κύριε, ἠγάπησα εὐπρέπειαν οἴκου σου»;
   Ἔτσι δοκιμαζόταν ὁ ὑποψήφιος μοναχός, ἀλλά δέν ἔπαυε ποτέ νά ἀκτινοβολεῖ ἀπό ταπείνωση, πραότητα καί ἀγάπη. Γιά ὅλες του αὐτές τίς ἀρετές ὁ γερό-Σάββας τόν ἐξετίμησε βαθειά κι ὅταν ἀργότερα τόν ἀποχωριζόταν, γιατί ἄλλαζε διακόνημα, δέν ἐδίστασε νά τοῦ ζητήσει συγγνώμη γιά τήν συμπεριφορά του!
   Ἡ δεύτερη ὑπηρεσία, πού τοῦ ἀνέθεσε τό μοναστήρι, ἦταν σέ κάποιο ἄλλο Κάθισμα, ὅπου ἔμεναν δύο Βούλγαροι μοναχοί. Εἶχαν τό διακόνημα τοῦ «μουτάφη», ἐφτίαχναν δηλαδή ντορβάδες καιάλλα τρίχινα εἴδη. Αὐτοί λοιπόν οἱ ἄνθρωποι ἔτυχε νά εἶναι ἀρκετά αὐστηροί. Καί ὅμως ἦταν στύλος ὑπακοῆς ἀκλόνητος. Καί τά στραβά τά ἔβλεπε ἴσια. Κάθε Παρασκευή βράδυ π.χ. συνήθιζαν νά προσεύχονται γιά τίς ψυχές τῶν κεκοιμημένων μέ τό κομποσχοίνι. Ὅταν, μία τέτοια φορᾶ, ἦρθε ἡ σειρά τοῦ δοκίμου, ἐκεῖνος ἔκανε τή δέησι σωστά, βάζοντας τό ἀντικείμενο στήν αἰτιατική τοῦ πληθυντικοῦ.
Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἀναπαυσον τούς δούλους σου.
   Μά οἱ Βούλγαροι τοῦ ἔβαλαν τίς φωνές:
Βρέ ἀγράμματε(!), δέν λένε «τούς δούλους σου» ἀλλά «τῶν δούλων σου».
Νάναι εὐλογημένο, γεροντάδες, τῶν δούλων σου θά λέω ἀπ’ ἐδῶ καί πέρα, ἀπάντησε τό γνήσιο τέκνο τῆς ὑπακοῆς.
   Θά εἶχε ὁπωσδήποτε στόν Ἅγιο Βαρσανούφιο τά παρακάτω λόγια-πηγή ὑπομονῆς καί δυνάμεως: «Πόνησον τοῦ κόψαι τό θέλημά σου ἐν πάσιν? εἰς θυσίαν γάρ λογίζεται τῷ ἀνθρώπω καί τοῦτο ἐστι τό, “ἕνεκά σου θανατούμεθα ὅλην τήν ἡμέραν, ἐλογίσθημεν ὡς πρόβατα σφαγής”.








πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Η ΙΕΡΑ ΜΑΣ ΜΟΝΗ ΑΠΟ ΨΗΛΑ!

ΟΜΙΛΙΕΣ ΚΑΙ ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ